φαιοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φαιοχίτων''': [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φαιόν, τεφρόχουν χιτῶνα, Αἰσχύλ. Χο. 1049, [[ἔνθα]] ἡ δευτέρα συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρὰ ἐν ἄρσει [[ὥστε]] οὐδεμία [[ἀνάγκη]] ὑπάρχει τῆς γραφῆς φαιοκχίτων· ἴδε Χχ ἐν τέλ.
|lstext='''φαιοχίτων''': [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φαιόν, τεφρόχουν χιτῶνα, Αἰσχύλ. Χο. 1049, [[ἔνθα]] ἡ δευτέρα συλλαβὴ [[εἶναι]] μακρὰ ἐν ἄρσει [[ὥστε]] οὐδεμία [[ἀνάγκη]] ὑπάρχει τῆς γραφῆς φαιοκχίτων· ἴδε Χχ ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />vêtu d’une robe sombre.<br />'''Étymologie:''' [[φαιός]], [[χιτών]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιοχίτων Medium diacritics: φαιοχίτων Low diacritics: φαιοχίτων Capitals: ΦΑΙΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: phaiochítōn Transliteration B: phaiochitōn Transliteration C: faiochiton Beta Code: faioxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,

   A dark-robed, A.Ch.1049 (where the second syll. is apparently long metri causa).

German (Pape)

[Seite 1252] ωνος, grau, schwärzlich gekleidet, Aesch. Ch. 1045; φαιωχίτων u. φαιοκχίτων ist f. L., aber ο ist lang gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

φαιοχίτων: [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φαιόν, τεφρόχουν χιτῶνα, Αἰσχύλ. Χο. 1049, ἔνθα ἡ δευτέρα συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει ὥστε οὐδεμία ἀνάγκη ὑπάρχει τῆς γραφῆς φαιοκχίτων· ἴδε Χχ ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d’une robe sombre.
Étymologie: φαιός, χιτών.