ὑπεροράω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεροράω''': Ἰων. -ορέω· μέλλ. -όψομαι· ἀόρ. [[ὑπερεῖδον]], ἀπαρ. ῐδεῖν· παθ. ἀόρ. ὑπερώφθην. [[Βλέπω]] [[ἄνωθεν]] ἐξ ὑψηλοτέρου σημείου πρὸς τὰ [[κάτω]], μετ’ αἰτιατ., τὴν θάλασσαν ὑπερορέοντα Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. [[παραβλέπω]], ἀψηφῶ, τοὺς πονηροὺς ὑπερορᾷ Λυσί. 198. 1· τὴν ὕβριν ὑπερεόρακε Αἰσχίν. 16. 25· [[μετὰ]] μετοχ., οὐχ ὑπεροψόμενοί τινας ἀφαιρεθέντας Διον. Ἁλ. 5. 52. 2) περιφρονῶ, καταφρονῶ, δεικνύω περιφρόνησιν, ὑπεριδὼν Ἴωνας Ἡρόδ. 5. 69· λόγους ὑπεριδεῖν Θουκ. 4. 62· σφῶν τὸ [[πλῆθος]] ὑπεριδὼν ὁ αὐτ. 5. 6, πρβλ. 6. 11· ὑπερείδετε τὴν ἐμὴν ὁμιλίαν Λυσί. 112. 40 πλὴν ἀρετῆς πάντα ὑπ. Πλάτ. Κριτί. 120Ε· τἀνθρώπινα ὑπερεώρα πρὸς τὴν παρὰ θεῶν ξυμβουλίαν Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 3. 4. - Παθ., ἡ [[Λακεδαίμων]] κακῶς ἤκουσε καὶ ὑπερώφθη Θουκ. 5. 28, πρβλ. 7 42· ὑπ’ ἐκείνων ὑπερορᾶσθαι Πλ. Φαῖδρ. 232D. β) σπανιώτερον [[μετὰ]] γεν., ὑπερορῶ τῆς ἀπολογίας Ἀντιφῶν 122. 43· τῶν νόμων Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9· πενίας Γοργ. Ρήτ. 191. 9· τῶν μὲν ζῴων φροντίσαι, τῶν δὲ οὕτω τιμίων (δηλ. τῶν ἄστρων) ὑπ. Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 8, 12· ὑπερεῖδε τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν ἁπάντων Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 3.
|lstext='''ὑπεροράω''': Ἰων. -ορέω· μέλλ. -όψομαι· ἀόρ. [[ὑπερεῖδον]], ἀπαρ. ῐδεῖν· παθ. ἀόρ. ὑπερώφθην. [[Βλέπω]] [[ἄνωθεν]] ἐξ ὑψηλοτέρου σημείου πρὸς τὰ [[κάτω]], μετ’ αἰτιατ., τὴν θάλασσαν ὑπερορέοντα Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. [[παραβλέπω]], ἀψηφῶ, τοὺς πονηροὺς ὑπερορᾷ Λυσί. 198. 1· τὴν ὕβριν ὑπερεόρακε Αἰσχίν. 16. 25· [[μετὰ]] μετοχ., οὐχ ὑπεροψόμενοί τινας ἀφαιρεθέντας Διον. Ἁλ. 5. 52. 2) περιφρονῶ, καταφρονῶ, δεικνύω περιφρόνησιν, ὑπεριδὼν Ἴωνας Ἡρόδ. 5. 69· λόγους ὑπεριδεῖν Θουκ. 4. 62· σφῶν τὸ [[πλῆθος]] ὑπεριδὼν ὁ αὐτ. 5. 6, πρβλ. 6. 11· ὑπερείδετε τὴν ἐμὴν ὁμιλίαν Λυσί. 112. 40 πλὴν ἀρετῆς πάντα ὑπ. Πλάτ. Κριτί. 120Ε· τἀνθρώπινα ὑπερεώρα πρὸς τὴν παρὰ θεῶν ξυμβουλίαν Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 3. 4. - Παθ., ἡ [[Λακεδαίμων]] κακῶς ἤκουσε καὶ ὑπερώφθη Θουκ. 5. 28, πρβλ. 7 42· ὑπ’ ἐκείνων ὑπερορᾶσθαι Πλ. Φαῖδρ. 232D. β) σπανιώτερον [[μετὰ]] γεν., ὑπερορῶ τῆς ἀπολογίας Ἀντιφῶν 122. 43· τῶν νόμων Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9· πενίας Γοργ. Ρήτ. 191. 9· τῶν μὲν ζῴων φροντίσαι, τῶν δὲ οὕτω τιμίων (δηλ. τῶν ἄστρων) ὑπ. Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 8, 12· ὑπερεῖδε τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν ἁπάντων Λουκ. Δημώνακτ. [[βίος]] 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ὑπερεώρων, <i>f.</i> [[ὑπερόψομαι]], <i>ao.2</i> ὑπερεῖδον, <i>pf.</i> ὑπερεόρακα;<br /><i>Pass. ao.</i> ὑπερώφθην;<br /><b>1</b> regarder par-dessus, voir d’en haut, acc.;<br /><b>2</b> regarder de haut, avec fierté <i>ou</i> dédain, mépriser, dédaigner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ὁράω]].
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεροράω Medium diacritics: ὑπεροράω Low diacritics: υπεροράω Capitals: ΥΠΕΡΟΡΑΩ
Transliteration A: hyperoráō Transliteration B: hyperoraō Transliteration C: yperorao Beta Code: u(perora/w

English (LSJ)

fut. -όψομαι: aor. ὑπερεῖδον, inf. -ῐδεῖν: aor. Pass. ὑπερώφθην:—

   A look over, look down upon, c. acc., τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα Hdt.7.36.    II overlook, take no notice of, τοὺς πονηροὺς ὑπερορᾷ Lys.2.77; τὴν ὕβριν ὑπερεώρακε Aeschin.1.116; οὐκ ὀλίγα τῶν προσόδων ὑ. remit, OGI56.16 (Canopus, iii B.C.); δι' ὄνειρον . . ὑπεριδεῖν τὸ συμφέρον Sor.1.4: c. part., οὐχ ὑπεροψόμενοί τινας ἀφαιρεθέντας D.H.5.52.    2 despise, disdain, ὑπεριδὼν Ἴωνας Hdt.5.69, cf. Phld.Vit.p.27 J.; λόγους ὑπεριδεῖν Th.4.62; σφῶν τὸ πλῆθος ὑπεριδών Id.5.6, cf. 6.11; ὑπερείδετε τὴν ἐμὴν ὁμιλίαν Lys.8.7; πλὴν ἀρετῆς πάντα ὑ. Pl.Criti.120e; πάντα τἀνθρώπινα ὑπερεώρα πρὸς τὴν παρὰ τῶν θεῶν ξυμβουλίαν X.Mem.1.3.4:—Pass., ἡ Λακεδαίμων κακῶς ἤκουσε καὶ ὑπερώφθη Th.5.28, cf. 7.42; ὑπ' ἐκείνων ὑπερορᾶσθαι Pl.Phdr.232d.    b less freq. c. gen., ὑπερορῶ τῆς ἀπολογίας Antipho 3.3.4; ὑμῶν D.19.338; τῶν νόμων X.Mem.1.2.9; πενίας Gorg.Pal.32; τῶν μὲν ζῴων φροντίσαι, τῶν δ' οὕτω τιμίων (sc. τῶν ἄστρων) ὑ. Arist.Cael.290a32; ὑπερεῖδε τῶν ἀνθρωπείων ἀγαθῶν Luc.Demon.3, cf. Gal.6.108,312.

German (Pape)

[Seite 1199] (s. ὁράω), übersehen, – a) darüber hinsehen, von oben herabsehen, τὴν θάλασσαν Her. 7, 36. – b) gering achten, verachten, τινός, Antipho 3 γ 4, wie Luc. Demon. 3; gew. τί, Her. 5, 69, wie ὑπερόψεται τὸν ὅρκον Aesch. 1, 69; τοὺς λόγους Thuc. 4, 62; Xen. Conv. 8, 3; ἅπαντα τὰ πράγματα Dem. 24, 9; pass., ἡ Λακεδαίμων κακῶς ἤκουσε καὶ ὑπερώφθη διὰ τὰς συμφοράς Thuc. 5, 28; καὶ ἀτιμάζειν, Plat. Rep. II, 364 a; ὅτι λίαν τῶν πολλῶν ἡμῶν ὑπεριδόντες ὠλιγώρησαν, Soph. 243 a; ἡγούμενοι ὑπ' ἐκείνων ὑπερορᾶσθαι Phaedr. 232 d; καὶ καταφρονεῖν, Plut. Nic. 10. – c) darüber wegsehen, geschehen lassen, c. partic., Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεροράω: Ἰων. -ορέω· μέλλ. -όψομαι· ἀόρ. ὑπερεῖδον, ἀπαρ. ῐδεῖν· παθ. ἀόρ. ὑπερώφθην. Βλέπω ἄνωθεν ἐξ ὑψηλοτέρου σημείου πρὸς τὰ κάτω, μετ’ αἰτιατ., τὴν θάλασσαν ὑπερορέοντα Ἡρόδ. 7. 36. ΙΙ. παραβλέπω, ἀψηφῶ, τοὺς πονηροὺς ὑπερορᾷ Λυσί. 198. 1· τὴν ὕβριν ὑπερεόρακε Αἰσχίν. 16. 25· μετὰ μετοχ., οὐχ ὑπεροψόμενοί τινας ἀφαιρεθέντας Διον. Ἁλ. 5. 52. 2) περιφρονῶ, καταφρονῶ, δεικνύω περιφρόνησιν, ὑπεριδὼν Ἴωνας Ἡρόδ. 5. 69· λόγους ὑπεριδεῖν Θουκ. 4. 62· σφῶν τὸ πλῆθος ὑπεριδὼν ὁ αὐτ. 5. 6, πρβλ. 6. 11· ὑπερείδετε τὴν ἐμὴν ὁμιλίαν Λυσί. 112. 40 πλὴν ἀρετῆς πάντα ὑπ. Πλάτ. Κριτί. 120Ε· τἀνθρώπινα ὑπερεώρα πρὸς τὴν παρὰ θεῶν ξυμβουλίαν Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 3. 4. - Παθ., ἡ Λακεδαίμων κακῶς ἤκουσε καὶ ὑπερώφθη Θουκ. 5. 28, πρβλ. 7 42· ὑπ’ ἐκείνων ὑπερορᾶσθαι Πλ. Φαῖδρ. 232D. β) σπανιώτερον μετὰ γεν., ὑπερορῶ τῆς ἀπολογίας Ἀντιφῶν 122. 43· τῶν νόμων Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9· πενίας Γοργ. Ρήτ. 191. 9· τῶν μὲν ζῴων φροντίσαι, τῶν δὲ οὕτω τιμίων (δηλ. τῶν ἄστρων) ὑπ. Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 8, 12· ὑπερεῖδε τῶν ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν ἁπάντων Λουκ. Δημώνακτ. βίος 3.

French (Bailly abrégé)

impf. ὑπερεώρων, f. ὑπερόψομαι, ao.2 ὑπερεῖδον, pf. ὑπερεόρακα;
Pass. ao. ὑπερώφθην;
1 regarder par-dessus, voir d’en haut, acc.;
2 regarder de haut, avec fierté ou dédain, mépriser, dédaigner, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ὁράω.