ὠχράω: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠχράω''': μέλλ. -ήσω, [[γίνομαι]] [[ὠχρός]], χλωμιάζω, ὠχρ. [[χρόα]], ἔχω χροιὰν ὠχράν, εἶμαι κιντρινωπός, Ὀδ. Λ. 529· πρβλ. [[ὠχριάω]]. 2) Παθ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὤχρηται Ἄρατ. 851. | |lstext='''ὠχράω''': μέλλ. -ήσω, [[γίνομαι]] [[ὠχρός]], χλωμιάζω, ὠχρ. [[χρόα]], ἔχω χροιὰν ὠχράν, εἶμαι κιντρινωπός, Ὀδ. Λ. 529· πρβλ. [[ὠχριάω]]. 2) Παθ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὤχρηται Ἄρατ. 851. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />devenir jaune <i>ou</i> pâle.<br />'''Étymologie:''' [[ὠχρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
A turn pale or wan, ὠχρήσαντα χρόα Od.11.529; of the sun, Arat.851.
Greek (Liddell-Scott)
ὠχράω: μέλλ. -ήσω, γίνομαι ὠχρός, χλωμιάζω, ὠχρ. χρόα, ἔχω χροιὰν ὠχράν, εἶμαι κιντρινωπός, Ὀδ. Λ. 529· πρβλ. ὠχριάω. 2) Παθ., ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὤχρηται Ἄρατ. 851.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
devenir jaune ou pâle.
Étymologie: ὠχρός.