ὑποφύω: Difference between revisions
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποφύω''': φύω, γεννῶ [[κάτωθεν]], τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν φύε ποίην Ἰλ. Ξ. 347. ― Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι [[κάτωθεν]], Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 910, π. Ἀγμ. 774· ἐπὶ τῶν ὀδόντων, φύομαι [[κάτωθεν]] εἰς ἀντικατάστασιν ἄλλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 2, 1, πρβλ. 8. 24, 1· ― ὑποφύει = ὑποφύεται, (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 15, 2. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], ἐξακολουθῶ αὐξανόμενος, διατελῶ ἐν αὐξήσει, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 8. | |lstext='''ὑποφύω''': φύω, γεννῶ [[κάτωθεν]], τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν φύε ποίην Ἰλ. Ξ. 347. ― Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι [[κάτωθεν]], Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 910, π. Ἀγμ. 774· ἐπὶ τῶν ὀδόντων, φύομαι [[κάτωθεν]] εἰς ἀντικατάστασιν ἄλλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 2, 1, πρβλ. 8. 24, 1· ― ὑποφύει = ὑποφύεται, (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 15, 2. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], ἐξακολουθῶ αὐξανόμενος, διατελῶ ἐν αὐξήσει, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être en voie de croissance.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[φύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A cause to grow up under, τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν φύεν ποίην Il. 14.347:—Pass., fut. -φύσομαι Diog.Oen.29: aor. 2 -εφύην Arist. HA501b9: pf. -πέφυκα Gal.2.277:—grow up below or as a substitute, of flesh, Hp.VC17, Fract.33; of teeth, Arist. l. c.; of hoofs, ib.604a25: metaph., ἂν [τὰς ῥίζας] ὑποτέμωμεν, οὐδὲν τῶν κακῶν ἡμῖν -φύσεται Diog.Oen. l.c.:—ὑποφύει = ὑποφύεται is f.l. in Thphr.HP 4.15.2. 2 Pass., of muscles, to be inserted under, τῷ δέρματι Gal.2.246, UP3.11, cf. 4.10, al. II Pass. also, to be in process of growth, ἐξειργάσατο τὴν τέχνην τὴν γραφικὴν ὑποφυομένην ἔτι Ael. VH8.8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφύω: φύω, γεννῶ κάτωθεν, τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν φύε ποίην Ἰλ. Ξ. 347. ― Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., φύομαι κάτωθεν, Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμ. 910, π. Ἀγμ. 774· ἐπὶ τῶν ὀδόντων, φύομαι κάτωθεν εἰς ἀντικατάστασιν ἄλλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 2, 1, πρβλ. 8. 24, 1· ― ὑποφύει = ὑποφύεται, (εἰ ἡ γραφὴ ὀρθή), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 15, 2. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἐξακολουθῶ αὐξανόμενος, διατελῶ ἐν αὐξήσει, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 8.