φασσοφόνος: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φασσοφόνος''': -ον, τὰς φάσσας φονεύων, ἵρηκι... φασσοφόνῳ Ἰλ. Ο. 238· ― ἀκολούθως, ὡς οὐσιαστ., [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 4., 36, 1· πρβλ. φασσοτύπος· ― οὕτω φασσο-[[φόντης]], ου, ὁ, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασσοφόνῳ· τῷ τὰς φάσσας φονεύοντι. Ἔστι δὲ [[εἶδος]] περιστερᾶς ὑπὸ τὴν τρυγόνα». | |lstext='''φασσοφόνος''': -ον, τὰς φάσσας φονεύων, ἵρηκι... φασσοφόνῳ Ἰλ. Ο. 238· ― ἀκολούθως, ὡς οὐσιαστ., [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 4., 36, 1· πρβλ. φασσοτύπος· ― οὕτω φασσο-[[φόντης]], ου, ὁ, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασσοφόνῳ· τῷ τὰς φάσσας φονεύοντι. Ἔστι δὲ [[εἶδος]] περιστερᾶς ὑπὸ τὴν τρυγόνα». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui tue les colombes.<br />'''Étymologie:''' [[φάσσα]], [[πεφνεῖν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A dove-killing, ἴρηξ Il.15.238:—as Subst., the name of a kind of hawk, Arist HA615b7, 620a18, Gal.UP11.18, Porph.Abst.3.8:—so φασσο-φόντης, ου, ὁ, = foreg., Ael.NA12.4.
German (Pape)
[Seite 1258] wilde Tauben tödtend; ἴρηξ Il. 15, 238; Arist. H. A. 9, 36 = Folgdm; vgl. φαβοτύπος.
Greek (Liddell-Scott)
φασσοφόνος: -ον, τὰς φάσσας φονεύων, ἵρηκι... φασσοφόνῳ Ἰλ. Ο. 238· ― ἀκολούθως, ὡς οὐσιαστ., ὄνομα εἴδους τινὸς ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 4., 36, 1· πρβλ. φασσοτύπος· ― οὕτω φασσο-φόντης, ου, ὁ, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασσοφόνῳ· τῷ τὰς φάσσας φονεύοντι. Ἔστι δὲ εἶδος περιστερᾶς ὑπὸ τὴν τρυγόνα».