ὠμόφρων: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠμόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων ἄγριον [[φρόνημα]], [[σκληρός]], [[ὠμός]], ὡς τὸ [[ὠμόθυμος]]· [[λύκος]] Αἰσχύλ. Χο. 421· ἐπὶ ἀνθρώπων, Σοφ. Αἴ. 931, Τρ. 975, Φιλ. 194, Εὐρ. Ἠλ. κτλ.· μεταφορ., ὠ. [[σίδαρος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 730. Ἐπίρρ. ὠμοφρόνως, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 911.
|lstext='''ὠμόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων ἄγριον [[φρόνημα]], [[σκληρός]], [[ὠμός]], ὡς τὸ [[ὠμόθυμος]]· [[λύκος]] Αἰσχύλ. Χο. 421· ἐπὶ ἀνθρώπων, Σοφ. Αἴ. 931, Τρ. 975, Φιλ. 194, Εὐρ. Ἠλ. κτλ.· μεταφορ., ὠ. [[σίδαρος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 730. Ἐπίρρ. ὠμοφρόνως, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 911.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />au cœur dur, cruel, inhumain.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[φρήν]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμόφρων Medium diacritics: ὠμόφρων Low diacritics: ωμόφρων Capitals: ΩΜΟΦΡΩΝ
Transliteration A: ōmóphrōn Transliteration B: ōmophrōn Transliteration C: omofron Beta Code: w)mo/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)

   A savage-minded, λύκος A.Ch.421 (lyr.); of persons, S.Aj.930 (lyr.), Tr.975 (anap.), Ph.194 (anap.), E.El. 27, LXX 4 Ma.9.15, etc.: metaph., ὠ. σίδαρος A.Th.730 (lyr.). Adv. ὠμοφρόνως Id.Pers.911 (anap.), cj. in J.Vit.35.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων ἄγριον φρόνημα, σκληρός, ὠμός, ὡς τὸ ὠμόθυμος· λύκος Αἰσχύλ. Χο. 421· ἐπὶ ἀνθρώπων, Σοφ. Αἴ. 931, Τρ. 975, Φιλ. 194, Εὐρ. Ἠλ. κτλ.· μεταφορ., ὠ. σίδαρος Αἰσχύλ. Θήβ. 730. Ἐπίρρ. ὠμοφρόνως, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 911.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
au cœur dur, cruel, inhumain.
Étymologie: ὠμός, φρήν.