σφαιρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφαιρίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· Λακων. [[φαιρίδδω]], Ἡσύχ. Παίζω τὴν σφαῖραν, οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· [[νεανίας]] τις ἐσφαίριζεν εἷς Δαμόξενος ἐν Ἀδήλ. 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. Παθ., ῥίπτομαι καὶ κυλινδοῦμαι ὡς [[σφαῖρα]], ἡ κεφαλὴ σὺν τῇ κόρυθι ἔξω τειχῶν πρὸς [[ἔδαφος]] ἐσφαιρίζετο Λέων Διάκον. 83D. 2) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τυμπανίζομαι, Ἡσύχ.
|lstext='''σφαιρίζω''': μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· Λακων. [[φαιρίδδω]], Ἡσύχ. Παίζω τὴν σφαῖραν, οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· [[νεανίας]] τις ἐσφαίριζεν εἷς Δαμόξενος ἐν Ἀδήλ. 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. Παθ., ῥίπτομαι καὶ κυλινδοῦμαι ὡς [[σφαῖρα]], ἡ κεφαλὴ σὺν τῇ κόρυθι ἔξω τειχῶν πρὸς [[ἔδαφος]] ἐσφαιρίζετο Λέων Διάκον. 83D. 2) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τυμπανίζομαι, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=jouer à la balle.<br />'''Étymologie:''' [[σφαῖρα]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρίζω Medium diacritics: σφαιρίζω Low diacritics: σφαιρίζω Capitals: ΣΦΑΙΡΙΖΩ
Transliteration A: sphairízō Transliteration B: sphairizō Transliteration C: sfairizo Beta Code: sfairi/zw

English (LSJ)

Lacon. φαιρίδδω Hsch.:—

   A play at ball, Pl.Tht.146a, Damox.3.1, Cleanth.Stoic.1.135, Plu.Alex. 39, etc.    II Pass., gloss on τυμπανίζομαι, Hsch. s.v. ἐτυμπανίσθησαν.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ· Λακων. φαιρίδδω, Ἡσύχ. Παίζω τὴν σφαῖραν, οἱ παῖδες οἱ σφαιρίζοντες Πλάτ. Θεαίτ. 146Α· νεανίας τις ἐσφαίριζεν εἷς Δαμόξενος ἐν Ἀδήλ. 1, Πλούτ., κλπ. ΙΙ. Παθ., ῥίπτομαι καὶ κυλινδοῦμαι ὡς σφαῖρα, ἡ κεφαλὴ σὺν τῇ κόρυθι ἔξω τειχῶν πρὸς ἔδαφος ἐσφαιρίζετο Λέων Διάκον. 83D. 2) πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τυμπανίζομαι, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

jouer à la balle.
Étymologie: σφαῖρα.