συγκαταθετικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταθετικός''': -ή, -όν, ὁ συγκατατιθέμενος, ἐπιδοκιμάζων, συγκατανεύων, Πλουτ. 2. 1122Β· καταφατικὸς ἢ [[βεβαιωτικός]], Σουΐδ. ἐν λ. ἀππαπαί. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 4.
|lstext='''συγκαταθετικός''': -ή, -όν, ὁ συγκατατιθέμενος, ἐπιδοκιμάζων, συγκατανεύων, Πλουτ. 2. 1122Β· καταφατικὸς ἢ [[βεβαιωτικός]], Σουΐδ. ἐν λ. ἀππαπαί. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />approbatif.<br />'''Étymologie:''' [[συγκατάθεσις]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταθετικός Medium diacritics: συγκαταθετικός Low diacritics: συγκαταθετικός Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synkatathetikós Transliteration B: synkatathetikos Transliteration C: sygkatathetikos Beta Code: sugkataqetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A assenting, approving, Chrysipp.Stoic.2.40, Plu.2.1122b, Arr.Epict.1.17.22.    2 affirmative, Suid. s.v. ἀππαπαῖ. Adv. -κῶς Arr.Epict.1.14.7.

German (Pape)

[Seite 964] ή, όν, zustimmend, beifällig, κίνημα, Plut. adv. Colot. 26.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταθετικός: -ή, -όν, ὁ συγκατατιθέμενος, ἐπιδοκιμάζων, συγκατανεύων, Πλουτ. 2. 1122Β· καταφατικὸς ἢ βεβαιωτικός, Σουΐδ. ἐν λ. ἀππαπαί. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
approbatif.
Étymologie: συγκατάθεσις.