σφονδύλη: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφονδύλη''': ἡ, Ἀττικ. ἀντὶ [[σπονδύλη]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113· ― ἔντομόν τι τρεφόμενον ἐκ τῶν ῥιζῶν φυτῶν, πιθανῶς [[εἶδος]] κανθάρου ἐκπέμποντος [[λίαν]] ἰσχυρὰν ὀσμὴν [[ὁπόταν]] προσβληθῇ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1077, πρβλ. Schneid. εἰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3 (δάφορ. γραφ. [[σπονδύλη]]), 8. 2, 6, Θεόφρ. ΙΙ. «[[σπονδύλη]]· ἡ [[γαλῆ]] παρ’ Ἀττικοῖς» Ἡσύχ. [ῡ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.]
|lstext='''σφονδύλη''': ἡ, Ἀττικ. ἀντὶ [[σπονδύλη]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113· ― ἔντομόν τι τρεφόμενον ἐκ τῶν ῥιζῶν φυτῶν, πιθανῶς [[εἶδος]] κανθάρου ἐκπέμποντος [[λίαν]] ἰσχυρὰν ὀσμὴν [[ὁπόταν]] προσβληθῇ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1077, πρβλ. Schneid. εἰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3 (δάφορ. γραφ. [[σπονδύλη]]), 8. 2, 6, Θεόφρ. ΙΙ. «[[σπονδύλη]]· ἡ [[γαλῆ]] παρ’ Ἀττικοῖς» Ἡσύχ. [ῡ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.]
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />insecte qui s’attaque aux racines des plantes, courtilière, taupin, scarabée <i>ou</i> blatte.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym.
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφονδύλη Medium diacritics: σφονδύλη Low diacritics: σφονδύλη Capitals: ΣΦΟΝΔΥΛΗ
Transliteration A: sphondýlē Transliteration B: sphondylē Transliteration C: sfondyli Beta Code: sfondu/lh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ,

   A an insect which lives on the roots of plants, prob. a kind of beetle, which has a strong smell when attacked, Ar. Pax1078(hex.), cf. Arist.HA542a10 (v.l. σπονδύλη), 604b19, Thphr. HP9.14.3.    II σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σφονδύλη: ἡ, Ἀττικ. ἀντὶ σπονδύλη, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113· ― ἔντομόν τι τρεφόμενον ἐκ τῶν ῥιζῶν φυτῶν, πιθανῶς εἶδος κανθάρου ἐκπέμποντος λίαν ἰσχυρὰν ὀσμὴν ὁπόταν προσβληθῇ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1077, πρβλ. Schneid. εἰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3 (δάφορ. γραφ. σπονδύλη), 8. 2, 6, Θεόφρ. ΙΙ. «σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ’ Ἀττικοῖς» Ἡσύχ. [ῡ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.]

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
insecte qui s’attaque aux racines des plantes, courtilière, taupin, scarabée ou blatte.
Étymologie: DELG pas d’étym.