συνόλλυμι: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνόλλῡμι''': [[ὄλλυμι]], [[καταστρέφω]] [[ὁμοῦ]], ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, συνώλεσεν ἱερὸν [[εἶδος]] Βίων 1. 29. ― Μέσ., ὄλλυμαι, καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ὁθούνεκ’ αὐτῷ γ’ οὐ ξυνωλόμην [[ὁμοῦ]] Εὐρ. Ἑλ. 104. | |lstext='''συνόλλῡμι''': [[ὄλλυμι]], [[καταστρέφω]] [[ὁμοῦ]], ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, συνώλεσεν ἱερὸν [[εἶδος]] Βίων 1. 29. ― Μέσ., ὄλλυμαι, καταστρέφομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ὁθούνεκ’ αὐτῷ γ’ οὐ ξυνωλόμην [[ὁμοῦ]] Εὐρ. Ἑλ. 104. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=détruire de fond en comble;<br /><i><b>Moy.</b></i> συνόλλυμαι périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὄλλυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
A destroy together, Bion 1.29 (divisim):—Med., perish along with, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ E.Hel.104.
German (Pape)
[Seite 1030] (s. ὄλλυμι), mit od. zugleich zu Grunde richten, u. med. mit umkommen, αὐτῷ γ' οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Eur. Hel. 103, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνόλλῡμι: ὄλλυμι, καταστρέφω ὁμοῦ, ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, συνώλεσεν ἱερὸν εἶδος Βίων 1. 29. ― Μέσ., ὄλλυμαι, καταστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, ὁθούνεκ’ αὐτῷ γ’ οὐ ξυνωλόμην ὁμοῦ Εὐρ. Ἑλ. 104.
French (Bailly abrégé)
détruire de fond en comble;
Moy. συνόλλυμαι périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, ὄλλυμι.