τελεσιουργέω: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελεσιουργέω''': ἐπὶ τῶν ζῳοτόκων ζῴων, τῶν δὲ ζῴων τὰ μὲν τελεσιουργεῖ καὶ ἐκπέμπει [[θύραζε]] ὅμοιον ἑαυτῷ, [[οἷον]] ὅσα ζῳοτοκεῖ εἰς τοὐμφανὲς Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 2. 1, 8, πρβλ. 1. 8, 4. - Παθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 16, Διόδ. 5. 4. ΙΙ. ἐκτελῶ ἐντελῶς, Πολύβ. 5. 4, 10, Πλούτ., κλπ.· - [[κάμνω]] τι ἀποτελεσματικόν, τι Λουκ. Πλοῖον 25.
|lstext='''τελεσιουργέω''': ἐπὶ τῶν ζῳοτόκων ζῴων, τῶν δὲ ζῴων τὰ μὲν τελεσιουργεῖ καὶ ἐκπέμπει [[θύραζε]] ὅμοιον ἑαυτῷ, [[οἷον]] ὅσα ζῳοτοκεῖ εἰς τοὐμφανὲς Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 2. 1, 8, πρβλ. 1. 8, 4. - Παθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 16, Διόδ. 5. 4. ΙΙ. ἐκτελῶ ἐντελῶς, Πολύβ. 5. 4, 10, Πλούτ., κλπ.· - [[κάμνω]] τι ἀποτελεσματικόν, τι Λουκ. Πλοῖον 25.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire se réaliser.<br />'''Étymologie:''' [[τελεσιουργός]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεσῐουργέω Medium diacritics: τελεσιουργέω Low diacritics: τελεσιουργέω Capitals: ΤΕΛΕΣΙΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: telesiourgéō Transliteration B: telesiourgeō Transliteration C: telesiourgeo Beta Code: telesiourge/w

English (LSJ)

   A bring their young to perfection, of viviparous animals, Arist.GA718b10, 732a25, Sor.1.15:—Pass., Arist.HA565b23, D.S.5.4, Placit.5.13.3: metaph. of sciences, Phld.Rh.1.1 S.    2 create perfection, Procl.Inst.133.    II accomplish fully, Plb.5.4.10, Jul.Or.7.222a (Pass.), etc.; give effect to, τι Luc.Nav.25.    III initiate fully into a philosophical system, Epicur.Ep.1p.4U. (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1085] ein Plerk vollenden, vollbringen, Sp., wie Pol. 5, 4, 10; vollkommen oder reif machen, Arist. H. A. 6, 10; Plut. u. D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

τελεσιουργέω: ἐπὶ τῶν ζῳοτόκων ζῴων, τῶν δὲ ζῴων τὰ μὲν τελεσιουργεῖ καὶ ἐκπέμπει θύραζε ὅμοιον ἑαυτῷ, οἷον ὅσα ζῳοτοκεῖ εἰς τοὐμφανὲς Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 2. 1, 8, πρβλ. 1. 8, 4. - Παθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 16, Διόδ. 5. 4. ΙΙ. ἐκτελῶ ἐντελῶς, Πολύβ. 5. 4, 10, Πλούτ., κλπ.· - κάμνω τι ἀποτελεσματικόν, τι Λουκ. Πλοῖον 25.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire se réaliser.
Étymologie: τελεσιουργός.