συνομιλέω: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνομῑλέω''': ὡς καὶ νῦν, ὁμιλῶ μετά τινος, μετά τινος Κέβης 13· τινι Πράξ. Ἀποστ. ιϳ, 27· δι’ ἑρμηνέως δὲ αὐτοῖς πολλὰ συνομιλήσας Τζέτζ. Ἱστ. 3. 377.
|lstext='''συνομῑλέω''': ὡς καὶ νῦν, ὁμιλῶ μετά τινος, μετά τινος Κέβης 13· τινι Πράξ. Ἀποστ. ιϳ, 27· δι’ ἑρμηνέως δὲ αὐτοῖς πολλὰ συνομιλήσας Τζέτζ. Ἱστ. 3. 377.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être en relation avec, avoir commerce avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁμιλέω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομῑλέω Medium diacritics: συνομιλέω Low diacritics: συνομιλέω Capitals: ΣΥΝΟΜΙΛΕΩ
Transliteration A: synomiléō Transliteration B: synomileō Transliteration C: synomileo Beta Code: sunomile/w

English (LSJ)

   A converse with, μετά τινος Ceb.13; τινι Act.Ap.10.27.

Greek (Liddell-Scott)

συνομῑλέω: ὡς καὶ νῦν, ὁμιλῶ μετά τινος, μετά τινος Κέβης 13· τινι Πράξ. Ἀποστ. ιϳ, 27· δι’ ἑρμηνέως δὲ αὐτοῖς πολλὰ συνομιλήσας Τζέτζ. Ἱστ. 3. 377.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être en relation avec, avoir commerce avec, τινι.
Étymologie: σύν, ὁμιλέω.