τεῦξις: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεῦξις''': -εως, ἡ, «[[κατασκευή]], [[ποίησις]]» Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] πρότερον ἐφέρετο [[τύξις]]). ΙΙ. ([[τυγχάνω]]) [[ἐπιτυχία]], [[ἀπόκτησις]], ἀντίθετον τῷ [[ἔφεσις]], Πλούτ. 2. 1071E. 2) = [[ἔντευξις]], Ἀνθ. Π. 15. 25, 23. | |lstext='''τεῦξις''': -εως, ἡ, «[[κατασκευή]], [[ποίησις]]» Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] πρότερον ἐφέρετο [[τύξις]]). ΙΙ. ([[τυγχάνω]]) [[ἐπιτυχία]], [[ἀπόκτησις]], ἀντίθετον τῷ [[ἔφεσις]], Πλούτ. 2. 1071E. 2) = [[ἔντευξις]], Ἀνθ. Π. 15. 25, 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />acquisition.<br />'''Étymologie:''' [[τυγχάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A making, Hsch. II (τυγχάνω) attainment, acquisition, opp. ἔφεσις, Plu.2.1071e, cf. Arr.Epict.2.5.8, S.E.M.11.82, Plot.1.5.2, 6.8.5. 2 = ἔντευξις 1, AP15.25.23 (Besant.).
German (Pape)
[Seite 1101] εως, ἡ, wie τύξις, 1) Verfertigung, Hesych. – 2) das Erreichen, Erlangen, Sp., wie Arr. Epict. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
τεῦξις: -εως, ἡ, «κατασκευή, ποίησις» Ἡσύχ. (ἔνθα πρότερον ἐφέρετο τύξις). ΙΙ. (τυγχάνω) ἐπιτυχία, ἀπόκτησις, ἀντίθετον τῷ ἔφεσις, Πλούτ. 2. 1071E. 2) = ἔντευξις, Ἀνθ. Π. 15. 25, 23.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
acquisition.
Étymologie: τυγχάνω.