χρηστολογία: Difference between revisions
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρηστολογία''': ἡ, καλὴ [[ὁμιλία]], τὸ χρηστὰ λέγειν, ἐπὶ κακῆς σημασίας, δηλ. λέγειν χρηστοὺς λόγους πρὸς ἀπάτην, διὰ χρηστολογίας ἐξαπατῶσι τὰς καρδίας τῶν ἀκάκων Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιϚ΄, 48, Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. α΄ Ἐπιστ. σ. 106· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἐκκλ. | |lstext='''χρηστολογία''': ἡ, καλὴ [[ὁμιλία]], τὸ χρηστὰ λέγειν, ἐπὶ κακῆς σημασίας, δηλ. λέγειν χρηστοὺς λόγους πρὸς ἀπάτην, διὰ χρηστολογίας ἐξαπατῶσι τὰς καρδίας τῶν ἀκάκων Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιϚ΄, 48, Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. α΄ Ἐπιστ. σ. 106· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />langage honnête (en apparence) ; <i>en mauv. part</i> langage spécieux <i>ou</i> séduisant.<br />'''Étymologie:''' [[χρηστολόγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A fair speaking, in bad sense, Ep.Rom.16.18.
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, Rede eines guten Menschen, gute, edle Sprache, Ggstz des Handelns, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστολογία: ἡ, καλὴ ὁμιλία, τὸ χρηστὰ λέγειν, ἐπὶ κακῆς σημασίας, δηλ. λέγειν χρηστοὺς λόγους πρὸς ἀπάτην, διὰ χρηστολογίας ἐξαπατῶσι τὰς καρδίας τῶν ἀκάκων Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιϚ΄, 48, Ἰω. Χρυσ. ἐν τῇ πρὸς Κορινθ. α΄ Ἐπιστ. σ. 106· - ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
langage honnête (en apparence) ; en mauv. part langage spécieux ou séduisant.
Étymologie: χρηστολόγος.