τρισκελής: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρισκελής''': -ές, ὁ ἔχων [[τρία]] σκέλη, [[τρεῖς]] πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. [[ξόανον]] (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3. | |lstext='''τρισκελής''': -ές, ὁ ἔχων [[τρία]] σκέλη, [[τρεῖς]] πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. [[ξόανον]] (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />à trois jambes, à trois pieds.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[σκέλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A three-legged, τράπεζα Cratin.301; ξόανον Theoc.Ep. 4.3; βάσις Hero Bel.88.4; κτεὶς τ., name of a bandage, Sor.Fasc. 45.
Greek (Liddell-Scott)
τρισκελής: -ές, ὁ ἔχων τρία σκέλη, τρεῖς πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. ξόανον (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à trois jambes, à trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, σκέλος.