τόσσαις: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τόσσαις''': Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ [[ἄγνωστος]] ὁ ἐνεστ. = [[τυγχάνω]], ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι [[τόσσαις]] ἄϊεν ναοῦ [[βασιλεύς]], ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ [[βασιλεύς]], δηλ. ὁ [[Ἀπόλλων]], ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, [[αὐτόθι]] 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. [[ἐπέτοσσε]]. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ [[τόξον]], συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, [[τυγχάνω]]· ἴδε ἐν λέξ. [[τίκτω]]). | |lstext='''τόσσαις''': Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ [[ἄγνωστος]] ὁ ἐνεστ. = [[τυγχάνω]], ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι [[τόσσαις]] ἄϊεν ναοῦ [[βασιλεύς]], ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ [[βασιλεύς]], δηλ. ὁ [[Ἀπόλλων]], ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, [[αὐτόθι]] 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. [[ἐπέτοσσε]]. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ [[τόξον]], συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, [[τυγχάνω]]· ἴδε ἐν λέξ. [[τίκτω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><i>dat. pl. fém. de</i> [[τόσσος]].<br /><span class="bld">2</span><i>nom. masc. sg. part. ao. Act. dor.</i> : s’étant trouvé par hasard PIND.<br />'''Étymologie:''' dor. p. *τόσσᾱς, v. [[ἐπέτοσσε]] ; cf. [[τυγχάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
Aeol. for τόσσας, aor. part. of an unknown pres.
A = τυγχάνω, happen to be, Pi.P.3.27 (just as τυχών is used, ib.4.5); inf., τόσσαι καλῶν Id.Fr.22; cf. ἐπέτοσσε.
Greek (Liddell-Scott)
τόσσαις: Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ ἄγνωστος ὁ ἐνεστ. = τυγχάνω, ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι τόσσαις ἄϊεν ναοῦ βασιλεύς, ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ βασιλεύς, δηλ. ὁ Ἀπόλλων, ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, αὐτόθι 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. ἐπέτοσσε. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ τόξον, συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, τυγχάνω· ἴδε ἐν λέξ. τίκτω).
French (Bailly abrégé)
1dat. pl. fém. de τόσσος.
2nom. masc. sg. part. ao. Act. dor. : s’étant trouvé par hasard PIND.
Étymologie: dor. p. *τόσσᾱς, v. ἐπέτοσσε ; cf. τυγχάνω.