τριτοβάμων: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐτοβάμων''': [ᾰ], -ον, ὁ ἀποτελῶν τρίτον [[πόδα]], ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ; (ὁ Paley ἔχει ἁ τριβάμων κτλ. καὶ ἀποδίδει τὴν λέξιν οὐχὶ εἰς τὸ [[βάκτρον]], ἀλλὰ εἰς τὸν φέροντα τὸ [[βάκτρον]]) Εὐρ. Τρῳ. 276· πρβλ. [[τρίπους]] ΙΙ.
|lstext='''τρῐτοβάμων''': [ᾰ], -ον, ὁ ἀποτελῶν τρίτον [[πόδα]], ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ; (ὁ Paley ἔχει ἁ τριβάμων κτλ. καὶ ἀποδίδει τὴν λέξιν οὐχὶ εἰς τὸ [[βάκτρον]], ἀλλὰ εἰς τὸν φέροντα τὸ [[βάκτρον]]) Εὐρ. Τρῳ. 276· πρβλ. [[τρίπους]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui fait office de troisième pied (bâton).<br />'''Étymologie:''' [[τρίτος]], [[βαίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτοβάμων Medium diacritics: τριτοβάμων Low diacritics: τριτοβάμων Capitals: ΤΡΙΤΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: tritobámōn Transliteration B: tritobamōn Transliteration C: tritovamon Beta Code: tritoba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος,

   A forming a third foot, βάκτρον E. Tr. 275 (lyr.); cf. τρίπους 11.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτοβάμων: [ᾰ], -ον, ὁ ἀποτελῶν τρίτον πόδα, ἁ τριτοβάμονος χερὶ δευομένα βάκτρου γεραιῷ κάρᾳ; (ὁ Paley ἔχει ἁ τριβάμων κτλ. καὶ ἀποδίδει τὴν λέξιν οὐχὶ εἰς τὸ βάκτρον, ἀλλὰ εἰς τὸν φέροντα τὸ βάκτρον) Εὐρ. Τρῳ. 276· πρβλ. τρίπους ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui fait office de troisième pied (bâton).
Étymologie: τρίτος, βαίνω.