ὑποθερμαίνω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποθερμαίνω''': [[θερμαίνω]] ὀλίγον. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ὑπόθερμος]], ὀλίγον τι [[θερμός]], ὑπεθερμάνθη [[ξίφος]] αἵματι Ἰλ. Π. 333, Υ. 476· μεταφορ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 3, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | |lstext='''ὑποθερμαίνω''': [[θερμαίνω]] ὀλίγον. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[ὑπόθερμος]], ὀλίγον τι [[θερμός]], ὑπεθερμάνθη [[ξίφος]] αἵματι Ἰλ. Π. 333, Υ. 476· μεταφορ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 3, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=échauffer ; <i>Pass.</i> être échauffé, être chaud.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[θερμαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
A heat a little, Gal.11.417:—Pass., grow somewhat hot, ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι Il.16.333, 20.476, cf. Hp.Ulc.26: metaph., Luc.DMeretr.8.3.
German (Pape)
[Seite 1217] ein wenig od. gelinde warm machen, u. pass. ein wenig warm werden, ὑποθερμάνθη ξίφος αἵματι, Il. 16, 333. 20, 476; ὑποτεθερμασμένος Hippocr.; u. in späterer Prosa, wie Luc. D. Mer. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθερμαίνω: θερμαίνω ὀλίγον. ― Παθ., γίνομαι ὑπόθερμος, ὀλίγον τι θερμός, ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι Ἰλ. Π. 333, Υ. 476· μεταφορ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 3, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
échauffer ; Pass. être échauffé, être chaud.
Étymologie: ὑπό, θερμαίνω.