φρόνις: Difference between revisions
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρόνις''': -εως, ἡ, ([[φρήν]], [[φρονέω]]), [[φρόνησις]], [[σύνεσις]], περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων, [ὁ [[Νέστωρ]]] γινώσκει [[καλῶς]] τὰς συνηθείας καὶ τὴν φρόνησιν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, Ὀδ. Γ. 244· κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν, «κατήγαγεν εἰς τοὺς Ἕλληνας φρόνιν, ὅ ἐστι φρόνησιν πολλήν, συνετώτατος δόξας» (Εὐστ.), Δ. 358, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 653, Λυκόφρ. 1456. | |lstext='''φρόνις''': -εως, ἡ, ([[φρήν]], [[φρονέω]]), [[φρόνησις]], [[σύνεσις]], περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων, [ὁ [[Νέστωρ]]] γινώσκει [[καλῶς]] τὰς συνηθείας καὶ τὴν φρόνησιν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, Ὀδ. Γ. 244· κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν, «κατήγαγεν εἰς τοὺς Ἕλληνας φρόνιν, ὅ ἐστι φρόνησιν πολλήν, συνετώτατος δόξας» (Εὐστ.), Δ. 358, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 653, Λυκόφρ. 1456. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> intelligence, bon sens, sagesse;<br /><b>2</b> connaissances acquises, expérience.<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (φρήν, φρονέω)
A prudence, wisdom, περὶ οἶδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων [Nestor] knows the customs and wisdom above other men, Od.3.244; κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν he brought back much wisdom from Troy, 4.258, cf. Lyc. 1456, Opp.H.1.653.
German (Pape)
[Seite 1309] ἡ, Verstand, Klugheit, Einsicht; περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων Od. 3, 244; Kunde, Kenntniß, κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν 4, 258, er brachte viele Kunde oder Kundschaft aus Troja zurück (wo er sich eingeschlichen hatte); sp. D., wie Lycophr. 1456 Oppian. Hal. 1, 653.
Greek (Liddell-Scott)
φρόνις: -εως, ἡ, (φρήν, φρονέω), φρόνησις, σύνεσις, περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων, [ὁ Νέστωρ] γινώσκει καλῶς τὰς συνηθείας καὶ τὴν φρόνησιν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, Ὀδ. Γ. 244· κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν, «κατήγαγεν εἰς τοὺς Ἕλληνας φρόνιν, ὅ ἐστι φρόνησιν πολλήν, συνετώτατος δόξας» (Εὐστ.), Δ. 358, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 653, Λυκόφρ. 1456.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 intelligence, bon sens, sagesse;
2 connaissances acquises, expérience.
Étymologie: φρήν.