φυτοσπόρος: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῠτοσπόρος''': -ον, ὁ φυτεύων· μεταφορ., ὁ φυτεύων τέκνα, ὁ [[φυτοσπόρος]], ὁ [[πατήρ]], Σοφ. Τρ. 358· [[μετὰ]] γεν., Χριστοδ. Ἔκφρ. 106· Ὑπόθεσις α΄ εἰς Σοφ. Ο. Τ. | |lstext='''φῠτοσπόρος''': -ον, ὁ φυτεύων· μεταφορ., ὁ φυτεύων τέκνα, ὁ [[φυτοσπόρος]], ὁ [[πατήρ]], Σοφ. Τρ. 358· [[μετὰ]] γεν., Χριστοδ. Ἔκφρ. 106· Ὑπόθεσις α΄ εἰς Σοφ. Ο. Τ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui engendre, père.<br />'''Étymologie:''' [[φυτόν]], [[σπείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
(parox.), ον,
A planting: generative, ἀλκή Orph.Fr.274: metaph., begetting, ὁ φ. father, S.Tr.359; φυτοσπόροι, οἱ, ancestors, hence metaph., predecessors, Vett.Val.239.10: c. gen., γένους φ. Ar.Byz.Arg.S.OT
German (Pape)
[Seite 1320] (Pflanzen) säend. – Auch übertr., ὁ φυτοσπόρος, der Erzeuger, Vater, Soph. Tr. 358.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτοσπόρος: -ον, ὁ φυτεύων· μεταφορ., ὁ φυτεύων τέκνα, ὁ φυτοσπόρος, ὁ πατήρ, Σοφ. Τρ. 358· μετὰ γεν., Χριστοδ. Ἔκφρ. 106· Ὑπόθεσις α΄ εἰς Σοφ. Ο. Τ.