χλαμύδιον: Difference between revisions
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χλᾰμύδιον''': [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[χλαμύς]], καὶ ἐν χρήσει σχεδὸν ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Μένανδρ. ἐν «Σικυωνίῳ» 2, Διόδ. 19. 9, Πλουτ. Ρωμ. 8, κλπ. 2) εὐτελὲς [[περίβλημα]], ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 29, Δημητρ. 9, κλπ. | |lstext='''χλᾰμύδιον''': [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[χλαμύς]], καὶ ἐν χρήσει σχεδὸν ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Μένανδρ. ἐν «Σικυωνίῳ» 2, Διόδ. 19. 9, Πλουτ. Ρωμ. 8, κλπ. 2) εὐτελὲς [[περίβλημα]], ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 29, Δημητρ. 9, κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> <i>dim. de</i> [[χλαμύς]];<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[χλαμύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], τό, Dim. of χλαμύς, Men.442 (troch.), PCair.Zen. 609.4 (iii B. C.), D.S.19.9, Plu.Rom.8, etc.; worn by ἔφηβοι, πρὶν ἐγγραφῆναι καὶ λαβεῖν τὸ χ. Antidot.2.2, cf. Teles p.42H. 2 shabby cloak, Plu.Phoc.29, Demetr.9, etc.
German (Pape)
[Seite 1358] τό, dim. von χλαμύς, Plut. Rom. 8 amat. 10.
Greek (Liddell-Scott)
χλᾰμύδιον: [ῠ], τό, ὑποκορ. τοῦ χλαμύς, καὶ ἐν χρήσει σχεδὸν ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Μένανδρ. ἐν «Σικυωνίῳ» 2, Διόδ. 19. 9, Πλουτ. Ρωμ. 8, κλπ. 2) εὐτελὲς περίβλημα, ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 29, Δημητρ. 9, κλπ.