χαιρηδών: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαιρηδών''': -όνος, ἡ, [[χαρμοσύνη]], [[χαρά]], κωμ. [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 4, σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ [[ἀλγηδών]]. ΙΙ Χαιρήμων, ὁ, ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 2. | |lstext='''χαιρηδών''': -όνος, ἡ, [[χαρμοσύνη]], [[χαρά]], κωμ. [[λέξις]] ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 4, σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ [[ἀλγηδών]]. ΙΙ Χαιρήμων, ὁ, ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όνος (ἡ) :<br />joie.<br />'''Étymologie:''' [[χαίρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A delectation, Com. word in Ar.Ach.4, formed after ἀλγηδών.
German (Pape)
[Seite 1325] όνος, ἡ, Freude, komisch nach ἀλγηδών gebildet, Ar. Ach. 4, wo der Schol. über den Accent spricht.
Greek (Liddell-Scott)
χαιρηδών: -όνος, ἡ, χαρμοσύνη, χαρά, κωμ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 4, σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ ἀλγηδών. ΙΙ Χαιρήμων, ὁ, ὡς κύρ. ὄνομα, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 2.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
joie.
Étymologie: χαίρω.