ψαλτήριον: Difference between revisions
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψαλτήριον''': τό, [[ὄργανον]] μουσικὸν ἔγχορδον ὡς ἡ [[μάγαδις]] ἢ [[νάβλα]], [[εἶδος]] «ἅρπης» ἢ «σαντουρίου», ψ. τρίγωνον Ἀριστ. Προβλ. 19. 23, 2, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 636F, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6. ΙΙ. τὸ [[βιβλίον]] τῶν Ψαλμῶν, Ἀθαν. Ι. 232, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 244D, κλπ. | |lstext='''ψαλτήριον''': τό, [[ὄργανον]] μουσικὸν ἔγχορδον ὡς ἡ [[μάγαδις]] ἢ [[νάβλα]], [[εἶδος]] «ἅρπης» ἢ «σαντουρίου», ψ. τρίγωνον Ἀριστ. Προβλ. 19. 23, 2, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 636F, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6. ΙΙ. τὸ [[βιβλίον]] τῶν Ψαλμῶν, Ἀθαν. Ι. 232, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 244D, κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ον (τό) :<br />instrument à cordes, sorte de harpe.<br />'''Étymologie:''' [[ψάλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A stringed instrument, psaltery, harp, τρίγωνα ψ. Arist.Pr.919b12, cf. Hippias(?) in PHib.1.13.31, Apollod. ap. Ath.14.636f, Thphr.HP5.7.6, LXX Ge.4.21, al., Jul.Or.2.49c.
German (Pape)
[Seite 1391] τό, das Saiteninstrument; τρίγωνον Arist. probl. 19, 23; bes. die μάγαδις, Apollodor. bei Ath. XIV, 636 f; vgl. auch IV, 138; Plut. Them. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ψαλτήριον: τό, ὄργανον μουσικὸν ἔγχορδον ὡς ἡ μάγαδις ἢ νάβλα, εἶδος «ἅρπης» ἢ «σαντουρίου», ψ. τρίγωνον Ἀριστ. Προβλ. 19. 23, 2, Ἀπολλόδ. παρ’ Ἀθην. 636F, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6. ΙΙ. τὸ βιβλίον τῶν Ψαλμῶν, Ἀθαν. Ι. 232, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 244D, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ον (τό) :
instrument à cordes, sorte de harpe.
Étymologie: ψάλλω.