ψωρικός: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψωρικός''': -ή, -όν, ([[ψώρα]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ψώραν, ψ. [[ἐξάνθημα]] Πλούτ. 2. 671Α. ΙΙ. τὰ ψωρικά· 1) ψωρικὸν (ἐξυπακουομ. τοῦ [[φάρμακον]] ἢ [[σμῆγμα]]) [[φάρμακον]] διὰ τὴν ψώραν, [[ὅπερ]] συσκευάζεται ἐκ χαλκίτιδος καὶ καδμείας [[μετὰ]] ὄξους, Διοσκ. 5. 116, Ὀρειβάσ. 2. σ. 520 Darenb. 2) (ἐξυπακουομέν. τοῦ νοσήματα) δηλ. νοσήματα τοῦ δέρματος Πλούτ. 2. 732Α. | |lstext='''ψωρικός''': -ή, -όν, ([[ψώρα]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ψώραν, ψ. [[ἐξάνθημα]] Πλούτ. 2. 671Α. ΙΙ. τὰ ψωρικά· 1) ψωρικὸν (ἐξυπακουομ. τοῦ [[φάρμακον]] ἢ [[σμῆγμα]]) [[φάρμακον]] διὰ τὴν ψώραν, [[ὅπερ]] συσκευάζεται ἐκ χαλκίτιδος καὶ καδμείας [[μετὰ]] ὄξους, Διοσκ. 5. 116, Ὀρειβάσ. 2. σ. 520 Darenb. 2) (ἐξυπακουομέν. τοῦ νοσήματα) δηλ. νοσήματα τοῦ δέρματος Πλούτ. 2. 732Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la gale <i>ou</i> les éruptions galeuses ; τὰ ψωρικά PLUT les affections cutanées.<br />'''Étymologie:''' [[ψώρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or belonging to the itch, scab, or mange, ἐξανθήματα Plu.2.671a. II ψωρικόν, τό (sc. φάρμακον, σμῆγμα), itch-salve, Dsc.5.99, Orib.14.24.5. 2 ψωρικά, τά (sc. νοσήματα), cutaneous complaints, Plu.2.732a.
German (Pape)
[Seite 1406] von der Krätze, Räude, zu derselben gehörig, Plut.; φάρμακον, Mittel gegen die Krätze, auch τὸ ψωρικόν allein, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ψωρικός: -ή, -όν, (ψώρα) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ψώραν, ψ. ἐξάνθημα Πλούτ. 2. 671Α. ΙΙ. τὰ ψωρικά· 1) ψωρικὸν (ἐξυπακουομ. τοῦ φάρμακον ἢ σμῆγμα) φάρμακον διὰ τὴν ψώραν, ὅπερ συσκευάζεται ἐκ χαλκίτιδος καὶ καδμείας μετὰ ὄξους, Διοσκ. 5. 116, Ὀρειβάσ. 2. σ. 520 Darenb. 2) (ἐξυπακουομέν. τοῦ νοσήματα) δηλ. νοσήματα τοῦ δέρματος Πλούτ. 2. 732Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la gale ou les éruptions galeuses ; τὰ ψωρικά PLUT les affections cutanées.
Étymologie: ψώρα.