ὑποτονθορύζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποτονθορύζω''': ([[συχνάκις]] φέρεται [[ἡμαρτημένως]] -ίζω), τονθυρύζω, [[ψιθυρίζω]] χαμηλοφώνως, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Δὶς Κατηγ. 4, κλπ.· τι, διά τι [[πρᾶγμα]], ἅμα καὶ τὴν ἐπῳδὴν ἐκείνην ὑποτονθορύσας ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7· ἤδη ὑπετονθόρυζον καὶ ἤδη ἡ φωνὴ ἐς τὸ σαφέστερον διεκρίνετο Ἀγαθ. Ἱστ. σ. 144Β.
|lstext='''ὑποτονθορύζω''': ([[συχνάκις]] φέρεται [[ἡμαρτημένως]] -ίζω), τονθυρύζω, [[ψιθυρίζω]] χαμηλοφώνως, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Δὶς Κατηγ. 4, κλπ.· τι, διά τι [[πρᾶγμα]], ἅμα καὶ τὴν ἐπῳδὴν ἐκείνην ὑποτονθορύσας ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7· ἤδη ὑπετονθόρυζον καὶ ἤδη ἡ φωνὴ ἐς τὸ σαφέστερον διεκρίνετο Ἀγαθ. Ἱστ. σ. 144Β.
}}
{{bailly
|btext=murmurer, grommeler : ὑπ. ἐπῳδήν LUC murmurer une incantation.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τονθορύζω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτονθορύζω Medium diacritics: ὑποτονθορύζω Low diacritics: υποτονθορύζω Capitals: ΥΠΟΤΟΝΘΟΡΥΖΩ
Transliteration A: hypotonthorýzō Transliteration B: hypotonthoryzō Transliteration C: ypotonthoryzo Beta Code: u(potonqoru/zw

English (LSJ)

(sts. incorrectly written -ίζω, as in Lib.Decl.43.60),

   A murmur in an under-tone, Luc.Merc.Cond.26, Bis Acc.4, al., Agath.4.7; ἐπῳδήν Luc.Nec.7.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτονθορύζω: (συχνάκις φέρεται ἡμαρτημένως -ίζω), τονθυρύζω, ψιθυρίζω χαμηλοφώνως, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Δὶς Κατηγ. 4, κλπ.· τι, διά τι πρᾶγμα, ἅμα καὶ τὴν ἐπῳδὴν ἐκείνην ὑποτονθορύσας ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7· ἤδη ὑπετονθόρυζον καὶ ἤδη ἡ φωνὴ ἐς τὸ σαφέστερον διεκρίνετο Ἀγαθ. Ἱστ. σ. 144Β.

French (Bailly abrégé)

murmurer, grommeler : ὑπ. ἐπῳδήν LUC murmurer une incantation.
Étymologie: ὑπό, τονθορύζω.