ὑπονοστέω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπονοστέω''': [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 19, Πλουτ. Θεμιστ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 8. ΙΙ. [[ἱζάνω]], κατακαθίζω, Λατιν. subsidere, ἐπὶ σωροῦ φρυγάνων, ὑπονοστέει γὰρ δὴ ἀεὶ (τὰ φρύγανα) ὑπὸ τῶν χειμώνων Ἡρόδ. 4. 62· ἐπὶ σεισμοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 7· ἐπὶ ποταμοῦ, ἀποσύρομαι, «ὀλιγοστεύω» ὑπονενοστηκότος (τοῦ ποταμοῦ) ἀνδρὶ ὡς ἐς [[μέσον]] μηρὸν Ἡρόδ. 1. 191, πρβλ. Θουκ. 3. 89, Πλούτ. 2. 366Ε. 2) [[καταλήγω]] εἴς τι, τρέπομαι εἴς τι, εἰς χλευασμὸν καὶ γέλωτα Πλούτ. 2. 811Ε ὑπ. ἐκ τοῦ φοβεροῦ πρὸς τὸ εὐκαταφρόνητον Λογγῖν. 3. 1· ἐπὶ ἡλικίας, κατὰ μικρὸν [[ὑποκύπτω]] εἰς τὸ [[γῆρας]], [[Πολυδ]]. Β΄, 21.
|lstext='''ὑπονοστέω''': [[ὑποστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 19, Πλουτ. Θεμιστ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 8. ΙΙ. [[ἱζάνω]], κατακαθίζω, Λατιν. subsidere, ἐπὶ σωροῦ φρυγάνων, ὑπονοστέει γὰρ δὴ ἀεὶ (τὰ φρύγανα) ὑπὸ τῶν χειμώνων Ἡρόδ. 4. 62· ἐπὶ σεισμοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 7· ἐπὶ ποταμοῦ, ἀποσύρομαι, «ὀλιγοστεύω» ὑπονενοστηκότος (τοῦ ποταμοῦ) ἀνδρὶ ὡς ἐς [[μέσον]] μηρὸν Ἡρόδ. 1. 191, πρβλ. Θουκ. 3. 89, Πλούτ. 2. 366Ε. 2) [[καταλήγω]] εἴς τι, τρέπομαι εἴς τι, εἰς χλευασμὸν καὶ γέλωτα Πλούτ. 2. 811Ε ὑπ. ἐκ τοῦ φοβεροῦ πρὸς τὸ εὐκαταφρόνητον Λογγῖν. 3. 1· ἐπὶ ἡλικίας, κατὰ μικρὸν [[ὑποκύπτω]] εἰς τὸ [[γῆρας]], [[Πολυδ]]. Β΄, 21.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> revenir sur ses pas, retourner;<br /><b>2</b> s’enfoncer, s’abîmer ; <i>en parl. des eaux</i> s’enfoncer sous terre, se perdre sous terre ; <i>fig.</i> se perdre, dégénérer : [[εἴς]] [[τι]] en qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[νοστέω]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονοστέω Medium diacritics: ὑπονοστέω Low diacritics: υπονοστέω Capitals: ΥΠΟΝΟΣΤΕΩ
Transliteration A: hyponostéō Transliteration B: hyponosteō Transliteration C: yponosteo Beta Code: u(ponoste/w

English (LSJ)

   A go down, sink, Arist.Mete.367a24, Plu.Them.15; settle, of a stack of wood, Hdt.4.62; of the earth in an earthquake, Arist.Mete.365b12; of a river, ὑ. ἀνδρὶ ὡς ἐς μέσον μηρόν Hdt.1.191, cf. Th.3.89, Plu.2.366e; of humours, εἰς τὸ βάθος Gal.6.254.    2 settle, turn into a thing, εἰς χλευασμὸν καὶ γέλωτα Plu.2.811e: metaph., sink, decline, ἐκ τοῦ φοβεροῦ ὑ. πρὸς τὸ εὐκαταφρόνητον Longin.3.1; πρὸς τὸ μὴ ὄν Dam.Pr.440; of the aged, decline in years, Poll.2.21.

German (Pape)

[Seite 1227] zurückkehren, Plut. Them. 15; – heruntergehen, abnehmen, sich vermindern, Her. 4, 62; von einem Flusse, dessen Wasser sinkt, 1, 191; Thuc. 3, 89 θάλασσα κυματωθεῖσα ἐπῆλθε τῆς πόλεως μέρος τι, καὶ τὸ μὲν κατέκλυσε, τὸ δὲ ὑπενόστησε; so vom Styl, Plut. Is. et Os. 39.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονοστέω: ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 19, Πλουτ. Θεμιστ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 10, 8. ΙΙ. ἱζάνω, κατακαθίζω, Λατιν. subsidere, ἐπὶ σωροῦ φρυγάνων, ὑπονοστέει γὰρ δὴ ἀεὶ (τὰ φρύγανα) ὑπὸ τῶν χειμώνων Ἡρόδ. 4. 62· ἐπὶ σεισμοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 7· ἐπὶ ποταμοῦ, ἀποσύρομαι, «ὀλιγοστεύω» ὑπονενοστηκότος (τοῦ ποταμοῦ) ἀνδρὶ ὡς ἐς μέσον μηρὸν Ἡρόδ. 1. 191, πρβλ. Θουκ. 3. 89, Πλούτ. 2. 366Ε. 2) καταλήγω εἴς τι, τρέπομαι εἴς τι, εἰς χλευασμὸν καὶ γέλωτα Πλούτ. 2. 811Ε ὑπ. ἐκ τοῦ φοβεροῦ πρὸς τὸ εὐκαταφρόνητον Λογγῖν. 3. 1· ἐπὶ ἡλικίας, κατὰ μικρὸν ὑποκύπτω εἰς τὸ γῆρας, Πολυδ. Β΄, 21.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 revenir sur ses pas, retourner;
2 s’enfoncer, s’abîmer ; en parl. des eaux s’enfoncer sous terre, se perdre sous terre ; fig. se perdre, dégénérer : εἴς τι en qch.
Étymologie: ὑπό, νοστέω.