ἀσθμαίνω: Difference between revisions
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> respirer péniblement;<br /><b>2</b> râler.<br />'''Étymologie:''' [[ἆσθμα]]. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> respirer péniblement;<br /><b>2</b> râler.<br />'''Étymologie:''' [[ἆσθμα]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[pant]], [[gasp]]. (Il.) | |||
}} | }} |
Revision as of 15:24, 15 August 2017
English (LSJ)
A breathe hard: used by Hom. in pres. part., panting, as after running, τὼ δ' ἀσθμαίνοντε κιχήτην Il.10.376; gasping for breath, of one dying, ὅ γ' ἀσθμαίνων . . ἔκπεσε δίφρου 5.585, cf. 10.496, Pi.N.3.48: pres. ind., Hp.Morb.3.7, Arist.Pr.905b33: impf., Luc.DMeretr.5.4; οὐδὲν ἀσθμαίνων without an effort, A.Eu.651; ἀ. τι pant for a thing, Hld.4.3: c. acc. cogn., ἀ. πυρὸς δριμεῖαν ὁμοκλήν Opp.H.4.14.
German (Pape)
[Seite 370] schwer athmen, keuchen, nach dem Laufen; röcheln, von Sterbenden; Iliad. 5, 585. 10, 376. 496. 13, 399. 16, 826. 21, 182; Pind. N. 3, 46; Aesch. Eum. 621; Sp.; τί, nach etwas schnauben, Hel. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσθμαίνω: πνευστιῶ, «κοντανασαίνω», «λαχανιάζω», ἀναπνέω μετὰ κόπου, τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ. ἐνεστῶτος, τῷ δ’ ἀσθμαίνοντε κιχήτην, πνευστιῶντες, «λαχανιασμένοι», Ἰλ. Κ. 376· ἐπὶ ἐκπνέοντος ἀνθρώπου, ὁ μετ’ ἀγωνίας ἀναπνέων, ὅ γ’ ἀσθμαίνων… ἔκπεσε δίφρου Ε. 585, πρβλ. Κ. 496, Πινδ. Ν. 3. 84· οὐδὲν ἀσθμαίνων, ἄνευ προσπαθείας τινός, ἀκόπως, πρβλ. κατασθμαίνω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 651· γ΄ ἑνικ. ἀσθμαίνει Ἱππ. 489. 31· ἀσθμαίνουσι Ἀριστ. Πρβλ. 11. 60· παρατ. ἤσθμαινον Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 5. 4: ― περιμένω τι ἀσθμαίνων, περιμένω τι ἀνυπομόνως, καὶ τὴν πανοπλίαν ἐνδὺς ἐφειστήκει τῇ βαλβῖδι τὸν δρόμον ἀσθμαίνων Ἡλιόδ. 4. 3· ― ἀλλὰ μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἀσθμ. πυρὸς δριμεῖαν ὁμοκλὴν Ὀππ. Ἁλ. 4. 14. ― Σπάν. παρ’ Ἀττ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
1 respirer péniblement;
2 râler.
Étymologie: ἆσθμα.