ἀφοπλίζω: Difference between revisions
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(6_13a) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφοπλίζω''': μέλλ. -ίσω, ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα τινός, τινά τινος Λουκ. Θ. Διάλ. 19. 1· τινὰ Διόδ. 11. 35, Ἀνθ. Πλαν. 4. 171. - Μέσ., ἀφοπλίζεσθαι [[ἔντεα]], ἐκβάλλειν τὸν ὁπλισμόν, Ἰλ. Ψ. 26. | |lstext='''ἀφοπλίζω''': μέλλ. -ίσω, ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα τινός, τινά τινος Λουκ. Θ. Διάλ. 19. 1· τινὰ Διόδ. 11. 35, Ἀνθ. Πλαν. 4. 171. - Μέσ., ἀφοπλίζεσθαι [[ἔντεα]], ἐκβάλλειν τὸν ὁπλισμόν, Ἰλ. Ψ. 26. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=only [[mid]]. ipf. ἀφωπλί- ζοντο, divested [[themselves]] of [[their]] armor; [[ἔντεα]], Il. 23.26†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 August 2017
English (LSJ)
A disarm, τινά D.S.11.35, APl.4.171 (Leon.), Luc. DDeor.19.1:—Pass., D.S.14.64:—Med., ἀφοπλίζεσθαι ἔντεα put off one's armour, Il.23.26:—Pass. (in Lacon. form ἀφοπλίττονταἰ, to be discharged from service, Hsch.
German (Pape)
[Seite 413] entwaffnen, τινά Leon. Al. 24 (Plan. 171); Luc. Dial. D. 19, 1; τινὰ τοῦ τόξου καὶ τῶν βελῶν 7, 1. – Med., seine Rüstung ablegen, ἔντεα Il. 23, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφοπλίζω: μέλλ. -ίσω, ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα τινός, τινά τινος Λουκ. Θ. Διάλ. 19. 1· τινὰ Διόδ. 11. 35, Ἀνθ. Πλαν. 4. 171. - Μέσ., ἀφοπλίζεσθαι ἔντεα, ἐκβάλλειν τὸν ὁπλισμόν, Ἰλ. Ψ. 26.
English (Autenrieth)
only mid. ipf. ἀφωπλί- ζοντο, divested themselves of their armor; ἔντεα, Il. 23.26†.