μείλια: Difference between revisions
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[μείλιον]]. | |btext=ων ([[τά]]) :<br />v. [[μείλιον]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[soothing]] gifts, gifts of [[reconciliation]], Il. 9.147 and 289. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
English (LSJ)
τά, (μειλίσσω)
A soothing things, esp. of gifts, ἐγὼ δ' ἐπὶ μ. δώσω, of a bridal dowry, Il.9.147, cf. 289, Luc.Epigr.2; so of playthings, etc., A.R.3.146: sg., ib.135. II propitiations, δαίμοσιν . . νόστῳ ἔπι μ. θέσθαι Id.4.1549; of offerings to the dead, BCH36.230 (Rhodes, iii B. C.): rarely in sg., μείλιον ἀπλοΐης charm against storms, Call.Dian.230; offering to a god, AP6.75 (Paul. Sil.). 2 satisfaction, penalty, μ. τείσειν A.R.3.594.
Greek (Liddell-Scott)
μείλια: -ίων, τά, (μειλίσσω, μείλιχος) τὰ μειλίσσοντα, εὐμενῆ ποιοῦντα τὸν ἄνθρωπον, ἰδίως ἐπὶ δώρων, ἐγὼ δ’ ἐπὶ μείλια δώσω, ἐγὼ δὲ ἐπιδώσω μείλια, δηλ. δῶρα λαμπρά, ἐπὶ προικὸς (ἀλλ. ἐπιμείλια), Ἰλ. Ι. 147, 289· οὕτως ἐπὶ παιγνιδίων, κτλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 146. ΙΙ. ἱλαστήρια δῶρα, αὐτόθι Δ. 1549. ΙΙΙ. σπανίως καθ’ ἑνικόν, μείλιον ἀπλοίας, τὸ συντελοῦν πρὸς παῦσιν τῆς κακοκαιρίας τῆς κωλυούσης τὸν πλοῦν, Καλλ. εἰς Ἀρτ. 230, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Ἀνθ. Π. 6. 75.
French (Bailly abrégé)
English (Autenrieth)
soothing gifts, gifts of reconciliation, Il. 9.147 and 289.