μενοεικής: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui plaît à l’esprit, qui réjouit le cœur, agréable;<br /><b>2</b> abondant.<br />'''Étymologie:''' [[μένος]], [[εἴκω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui plaît à l’esprit, qui réjouit le cœur, agréable;<br /><b>2</b> abondant.<br />'''Étymologie:''' [[μένος]], [[εἴκω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=ες ([[μένος]], ϝείκω): suiting the [[spirit]], i. e. [[grateful]], satisfying; [[usually]] said [[with]] [[reference]] to [[quantity]], [[plenty]] of, so pl. μενοεικέ<&lt;><&gt;>, Od. 14.232; and w. [[πολλά]], Il. 9.227.
}}
}}

Revision as of 15:32, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενοεικής Medium diacritics: μενοεικής Low diacritics: μενοεικής Capitals: ΜΕΝΟΕΙΚΗΣ
Transliteration A: menoeikḗs Transliteration B: menoeikēs Transliteration C: menoeikis Beta Code: menoeikh/s

English (LSJ)

ές, (εἰκός, ἔοικα)

   A suited to the desires, satisfying, agreeable, to one's taste, mostly of meat and drink, δαίς, δεῖπνον, Il.9.90, Od.20.391; ἐδωδή 6.76; σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον . . ἐνθήσω μενοεικἔ, ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι 5.166; πάρα γὰρ μενοεικέα πολλὰ δαίνυσθαι Il.9.227, cf. Od.16.429; τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα 14.232; τάφος μ. a plentiful funeral feast, Il.23.29; μενοεικέα ὕλην great store of wood, ib.139; [δῶρα,] χάρις, 19.144, 23.650; καί σφιν μενοεικέα ληΐδα δῶκα Od.13.273, cf. Plu.Phoc.2.

German (Pape)

[Seite 132] ές, dem Verlangen, der Neigung angemessen, das Verlangen stillend, also hinlänglich, reichlich; bei Hom. gew. von Speise u. Trank, δαίς, Il. 9, 90, σῖτος καὶ οἶνος, Od. 5, 166, ὄψα, 267, ἐδωδή, 6, 76, δεῖπνον, 20, 391, ζωὴν φαγέειν μενοεικέα πολλήν, 16, 429, was herzerfreuend ist, vgl. Il. 9, 227; auch αὐτὰρ ὁ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ, Il. 23, 29, er gab einen reichlichen Leichenschmaus; δῶρα, 19, 144; σοὶ δὲ θεοὶ τῶνδ' ἀντὶ χάριν μενοεικέα δοῖεν, 23, 650; μενοεικέα νήεον ὕλην, 139, hinreichendes Holz; καί σφιν μενοεικέα ληΐδα δῶκα, Od. 13, 273; übh. angenehm, erwünscht, wohlgefällig, τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα, 14, 232, wie Plut. Phoc. 2 sagt ὥςπερ ἀμέλει τὸ ἡδὺ μενοεικὲς ὁ ποιητὴς κέκληκεν, u. die Erkl. hinzufügt ὡς τῷ ἡδομένῳ τῆς ψυχῆς ὑπεῖκον καὶ μὴ μαχόμενον.

Greek (Liddell-Scott)

μενοεικής: -ές, (εἰκός, ἔοικα) ὁ ἁρμόζων εἰς τὰς ἐπιθυμίας, ἱκανοποιῶν, ἀρκετός, ἄφθονος ἢ εὐάρεστός τινι, Ὅμ.: κατὰ τὸ πλεῑστον ἐπὶ τροφῆς καὶ ποτοῦ ὡς δαίς, δεῖπνον, ἐδωδή, σῖτος, οἶνος κτλ.· πάρα γὰρ μενοεικέα πολλὰ δαίνυσθαι Ἰλ. Ι. 227, πρβλ. Ὀδ. Π. 429· τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα Ξ. 232· αὐτὰρ ὁ τοῖσι τάφον μενοεικέα δαίνυ, οὗτος δὲ αὐτοὺς εὐώχει διὰ θυμήρους νεκρικοῦ ἐπιδείπνου, Ἰλ. Ψ. 29· μενοεικέα ὕλην, ἄφθονα ξύλα, Ψ. 139· δῶρα, χάρις, κτλ., Ὅμ.· καί σφιν μενοεικέα ληίδα δῶκα Ὀδ. Ν. 273· πρβλ. Πλουτ. Φωκ. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μενοεικέα· πολλήν, προσηνῆ, δαψιλῆ».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui plaît à l’esprit, qui réjouit le cœur, agréable;
2 abondant.
Étymologie: μένος, εἴκω.

English (Autenrieth)

ες (μένος, ϝείκω): suiting the spirit, i. e. grateful, satisfying; usually said with reference to quantity, plenty of, so pl. μενοεικέ<<><>>, Od. 14.232; and w. πολλά, Il. 9.227.