τρίστοιχος: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(Bailly1_5) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui est sur trois rangs, à triple rangée.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[στείχω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui est sur trois rangs, à triple rangée.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[στείχω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=in [[three]] rows, Od. 12.91†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:33, 15 August 2017
English (LSJ)
ον,
A in three rows, ὀδόντες Od.12.91, Ctes. ap. Arist.HA501a27; κριθαί Thphr.HP8.4.2; equipped with three rows (of teeth), χείλεα Opp.C.3.413. II threefold, triple, μαστός, βόθρος, AP9.668.5 (Marian.), Orph.A.951; τ. κεφαλαί, of Cerberus, Hermesian.7.12.
German (Pape)
[Seite 1148] in drei Reihen, Abtheilungen; Od. 12, 91, ὀδόντες; vgl. Arist. H. A. 2, 1; Nic. Th. 442 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τρίστοιχος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν σειρῶν συγκείμενος, εἰς τρεῖς σειρὰς διατεταγμένος, ἐν δὲ ἑκάστῃ σμερδαλέη κεφαλή, ἐν δὲ τρίστοιχοι ὀδόντες, πυκνοὶ καὶ θαμέες, περὶ τῶν κεφαλῶν τῆς Σκύλλης καὶ τῶν ἐν αὐταῖς ὀδόντων, Ὀδ. Μ. 91, Κτησ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2. ΙΙ. Παρὰ ποιηταῖς, τριπλοῦς, μαστός, βόθρος Ἀνθ. Π. 9. 668, Ὀρφ.· τρ. κεφαλαί, ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Ἑρμησιάναξ. 3. 12· τρ. χείλεα Ὀππ. Κυν. 3. 413. ΙΙΙ. ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν στοιχείων, δηλ. γραμμάτων, Πορφύρ. παρ’ Εὐσεβ. ΙΙΙ, 305C, D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sur trois rangs, à triple rangée.
Étymologie: τρεῖς, στείχω.
English (Autenrieth)
in three rows, Od. 12.91†.