ψάμμος: Difference between revisions
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
(Autenrieth) |
(sl1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[sand]], Od. 12.243†. | |auten=[[sand]], Od. 12.243†. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[ψάμμος]] =<br /> <b>1</b>[[ψάμαθος]] [[ἐπεὶ]] [[ψάμμος]] ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98) | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 17 August 2017
English (LSJ)
ἡ, but in Archim.Aren.1.1, al., always ὁ:—
A sand, used by Hom. for ψάμαθος only in Od.12.243, later very freq., Hdt.8.71, etc.: pl., grains of sand, αἱ ἀπ' ἀλλήλων ἐσκεδασμέναι ψάμμοι S.E.P.1.130: prov., ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν Pi.O.2.98; οἶδα δ' ἐγὼ ψάμμου τ' ἀριθμόν Orac. ap. Hdt.1.47; ἐκ ψάμμου σχοινίον πλέκειν, of labour in vain, Aristid.2.309J.; of something worthless, LXX Wi.7.9, D. Chr.77/8.30; ψάμμου ἄξιον Oenom. ap. Eus.PE5.21. 2 metallic ore used by alchemists, in pl., Olymp.Alch.p.106B., Zos.Alch. p.239 B. II ἡ ψ. the sandy desert of Libya, the sand, Hdt.3.25, 4.173; πλείστης ψάμμου OGI666.27 (Egypt, i A. D.). (Prob. Ψαφ-μος, cf. ψαφαρός, ψῆφος, Lat. sabulum.)
German (Pape)
[Seite 1391] ἡ, bei Archimed. immer ὁ, 1) der Sand, die lockere Erde, die sich leicht aufscharren, aufkratzen (ψάω) läßt; Hom. nur einmal, Od. 12, 243; Her. oft u. Folgde; ψάμμου ἀριθμὸν πέφευγεν Pind. Ol. 2, 108; παραλία Aesch. Prom. 573. – 2) alles dem Sande Aehnliche, Lockere, Kleingeriebene, Staub, Pulver, Mehl, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψάμμος: ἡ, παρ’ Ἀρχιμήδ. ἀείποτε ὁ· ― ἄμμος· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀντὶ ψάμαθος μόνον ἐν Ὀδ. μ. 513· ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ Ἡροδ. (8. 71) καὶ ἐφεξ. συχνότατον: ψ. παραλία Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 273· ― ἐν τῷ πληθ., κόκκοι ἄμμου, αἱ ἀπ’ ἀλλήλων ἐσκεδασμέναι ψάμμοι Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 130· ― παροιμ., ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν Πινδ. Ὀδ. 2. 178· οἶδα δ’ ἐγὼ ψάμμου τ’ ἀριθμὸν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 47· ἐκ ψάμμου σχοινίον πλέκειν, ἐπὶ τῶν ματαίως ἐργαζομένων, Ἀριστείδ. 2. 309· ἐπὶ πράγματος μηδεμίαν ἔχοντος ἀξίαν, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ΄ , 10), Δίων Χρυσ. 2. 425· οὕτω, ψάμμου ἄξιον Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 212C. ΙΙ. ἡ ψάμμος, ἡ ἀμμώδης ἔρημος τῆς Λιβύης, Ἡρόδ. 3. 25., 4. 173. (Ἴσως ἐκ τοῦ ψάω· ἄνευ τοῦ ψ γίνεται ἄμμος, ποιητικῶς δὲ ἐκτείνεται εἰς ψάμαθος, ἄμαθος· πρβλ. Λατ. sab- ulum, sab- urra).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
sable.
Étymologie: apparenté à ἄμμος ; cf. ψάμαθος et ἄμαθος, lat. sabulum, saburra.
English (Autenrieth)
sand, Od. 12.243†.
English (Slater)
ψάμμος =
1ψάμαθος ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν (O. 2.98)