ἀκκίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_5)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκκίζομαι''': ἀποθ. ([[ἀκκώ]]), προσποιοῦμαι ἀδιαφορίαν, [[κυρίως]] ἐπὶ κορασίων αἰδημόνων [[δῆθεν]], τὰ μὲν οὖν γύναια ... ἠκκίζετο, Φιλιππίδ. ἐν «Ἀνανεώσει» 1, πρβλ. Α. Β. 364, Σουΐδ. καὶ ἴδε [[ἀκκισμός]]. 2) [[καθόλου]], προσποιοῦμαι ἄγνοιαν, «καμώνομαι», προσποιοῦμαι, [[οἶσθα]], ἀλλ’ ἀκκίζει, Πλάτ. Γοργ. 497Α, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2.19, 5· πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. ― Ἐνεργ. ἀκκίζω ἐν Αἰλ. Ἐπιστ. 9.
|lstext='''ἀκκίζομαι''': ἀποθ. ([[ἀκκώ]]), προσποιοῦμαι ἀδιαφορίαν, [[κυρίως]] ἐπὶ κορασίων αἰδημόνων [[δῆθεν]], τὰ μὲν οὖν γύναια ... ἠκκίζετο, Φιλιππίδ. ἐν «Ἀνανεώσει» 1, πρβλ. Α. Β. 364, Σουΐδ. καὶ ἴδε [[ἀκκισμός]]. 2) [[καθόλου]], προσποιοῦμαι ἄγνοιαν, «καμώνομαι», προσποιοῦμαι, [[οἶσθα]], ἀλλ’ ἀκκίζει, Πλάτ. Γοργ. 497Α, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2.19, 5· πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. ― Ἐνεργ. ἀκκίζω ἐν Αἰλ. Ἐπιστ. 9.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀκκίζομαι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[affect]] to be shocked [[ἄνδρες]] [[θήν]] τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (Boeckh e Suida: ἀγαζ-, ἀτιζ-, ἀτυζ-, codd., cf. Suid., ἀκκιζόμενος· γυναικιζόμενος. “oxymoron” Schroeder.) fr. 203. 1.
}}
}}

Revision as of 13:54, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκκίζομαι Medium diacritics: ἀκκίζομαι Low diacritics: ακκίζομαι Capitals: ΑΚΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: akkízomai Transliteration B: akkizomai Transliteration C: akkizomai Beta Code: a)kki/zomai

English (LSJ)

Dep. (Act. only Ael.Ep.9), fut.

   A ἀκκιοῦμαι Men.Epit. 309:—affect indifference, Pi.Fr.203 (cj.).    2 affect ignorance, dissemble, οἶσθα, ἀλλ' ἀκκίζει Pl.Grg.497a, Cic.Att.2.19.5, Luc Merc. Cond.14, Jul.Or.7.223b; τὰ κοινὰ ταυτὶ ἀκκιοῦμαι I will dissemble and talk commonplaces, Men. l.c.    3 esp. of women, to be prudish, affect to be shocked, Philippid.5, cf. Ael. l.c., Alciphr.1.39.

German (Pape)

[Seite 73] (ἀκκώ), sich verstellen, sich stellen, als ob man etwas nicht wolle, was man doch sehnlich wünscht, bes. von Frauen: sich zieren, spröde thun, bei Philippid. com. Athen. IX, 384 f; VLL. θρύπτεται, προσποιεῖται, γυναικίζεται; vgl. Luc. merc. cond. 14; Plut. Symp. 1, 4; Cic. Att. 2, 19. Bei Plat. Gorg. 497 a sich dumm stellen, vgl. Schol. u. N. pr. Ἀκκώ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκκίζομαι: ἀποθ. (ἀκκώ), προσποιοῦμαι ἀδιαφορίαν, κυρίως ἐπὶ κορασίων αἰδημόνων δῆθεν, τὰ μὲν οὖν γύναια ... ἠκκίζετο, Φιλιππίδ. ἐν «Ἀνανεώσει» 1, πρβλ. Α. Β. 364, Σουΐδ. καὶ ἴδε ἀκκισμός. 2) καθόλου, προσποιοῦμαι ἄγνοιαν, «καμώνομαι», προσποιοῦμαι, οἶσθα, ἀλλ’ ἀκκίζει, Πλάτ. Γοργ. 497Α, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2.19, 5· πρβλ. Ruhnk Τίμ. ἐν λ. ― Ἐνεργ. ἀκκίζω ἐν Αἰλ. Ἐπιστ. 9.

English (Slater)

ἀκκίζομαι
   1 affect to be shocked ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (Boeckh e Suida: ἀγαζ-, ἀτιζ-, ἀτυζ-, codd., cf. Suid., ἀκκιζόμενος· γυναικιζόμενος. “oxymoron” Schroeder.) fr. 203. 1.