ἀποσκίμπτω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσκίμπτω''': μέλλ. -ψω, = [[ἀποσκήπτω]]: παθ., δύο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμθαι, [[εἶναι]] καλὸν νὰ ἔχῃ τις δύο ἀγκύρας ἐρριμένας ἐκ τοῦ πλοίου του εἰς τὴν θάλασσαν, Πινδ. Ο. 6. 172.
|lstext='''ἀποσκίμπτω''': μέλλ. -ψω, = [[ἀποσκήπτω]]: παθ., δύο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμθαι, [[εἶναι]] καλὸν νὰ ἔχῃ τις δύο ἀγκύρας ἐρριμένας ἐκ τοῦ πλοίου του εἰς τὴν θάλασσαν, Πινδ. Ο. 6. 172.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀποσκίμπτω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[throw]] [[down]] ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (v. l. ἀπεσκῆφθαι) (O. 6.101)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἀποσκίμπτω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[throw]] [[down]] ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (v. l. ἀπεσκῆφθαι) (O. 6.101)
|sltr=[[ἀποσκίμπτω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[throw]] [[down]] ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (v. l. ἀπεσκῆφθαι) (O. 6.101)
}}
}}

Revision as of 13:58, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκίμπτω Medium diacritics: ἀποσκίμπτω Low diacritics: αποσκίμπτω Capitals: ΑΠΟΣΚΙΜΠΤΩ
Transliteration A: aposkímptō Transliteration B: aposkimptō Transliteration C: aposkimpto Beta Code: a)poski/mptw

English (LSJ)

   A = ἀποσκήπτω.—Pass., δνο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι it is good to have two anchors fastened to the ship, Pi. O.6.101.

German (Pape)

[Seite 325] = ἀποσκήπτω, Pind. Ol. 6, 101 δύο ἄγκυραι ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκίμπτω: μέλλ. -ψω, = ἀποσκήπτω: παθ., δύο ἄγκυραι ἀγαθαὶ ἐκ ναὸς ἀπεσκίμθαι, εἶναι καλὸν νὰ ἔχῃ τις δύο ἀγκύρας ἐρριμένας ἐκ τοῦ πλοίου του εἰς τὴν θάλασσαν, Πινδ. Ο. 6. 172.

English (Slater)

ἀποσκίμπτω
   1 throw down ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (v. l. ἀπεσκῆφθαι) (O. 6.101)

English (Slater)

ἀποσκίμπτω
   1 throw down ἀγαθαὶ δὲ πέλοντ' ἐν χειμερίᾳ νυκτὶ θοᾶς ἐκ ναὸς ἀπεσκίμφθαι δὔ ἄγκυραι (v. l. ἀπεσκῆφθαι) (O. 6.101)