ἀκάμας: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=αντος (ὁ, ἡ)<br />infatigable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἔκαμον]], de [[κάμνω]].
|btext=αντος (ὁ, ἡ)<br />infatigable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἔκαμον]], de [[κάμνω]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰκᾰμας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> unwearying πτεροῖσίν τἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (N. 6.39) μ]ιμν' ἀκαμ[ Δ. 4f. 9.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰκᾰμας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> unwearying πτεροῖσίν τἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (N. 6.39) μ]ιμν' ἀκαμ[ Δ. 4f. 9.
|sltr=<b>ᾰκᾰμας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> unwearying πτεροῖσίν τἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (N. 6.39) μ]ιμν' ἀκαμ[ Δ. 4f. 9.
}}
}}

Revision as of 13:58, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάμας Medium diacritics: ἀκάμας Low diacritics: ακάμας Capitals: ΑΚΑΜΑΣ
Transliteration A: akámas Transliteration B: akamas Transliteration C: akamas Beta Code: a)ka/mas

English (LSJ)

[ᾰκᾰ], αντος, ὁ, (κάμνω)

   A untiring, ἠέλιος, Σπερχειός, etc., Il.18.239, 16.176, al. (not in Od.); ἵπποι Pi.O.1.87; Νότος, Βορέας S.Tr.112 (lyr.); χρόνος Critias 18; πόνοι unceasing, Arist.Fr.675; νόος Them.Or.6.79c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάμας: [ᾰκᾰ], αντος, ὁ, (κάμνω) ἀκαταπόνητος, μὴ ἀναπαυόμενος, ἠέλιος, Σπερχειός, κτλ., Ἰλ. Σ. 239., Π. 176, καὶ ἀλλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.), ἵπποι, Πινδ. Ο. 1. 140· Νότος, Βορέας, Σοφ. Τρ. 112 (λυρ.)· χρόνος, Εὐρ. Ἀποσπ. 597· ἀκ. πόνοι, ἀκατάπαυστοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 596.

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ, ἡ)
infatigable.
Étymologie: ἀ, ἔκαμον, de κάμνω.

English (Slater)

ᾰκᾰμας
   1 unwearying πτεροῖσίν τἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (N. 6.39) μ]ιμν' ἀκαμ[ Δ. 4f. 9.

English (Slater)

ᾰκᾰμας
   1 unwearying πτεροῖσίν τἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (N. 6.39) μ]ιμν' ἀκαμ[ Δ. 4f. 9.