ἰσώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
(21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ἔχων τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]], [[μετὰ]] γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678.
|lstext='''ἰσώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ἔχων τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]], [[μετὰ]] γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ῑσώνῠμος</b> = [[ὁμώνυμος]], <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] the [[same]] [[name]] as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] (O. 9.64)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ῑσώνῠμος</b> = [[ὁμώνυμος]], <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] the [[same]] [[name]] as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] (O. 9.64)
|sltr=<b>ῑσώνῠμος</b> = [[ὁμώνυμος]], <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] the [[same]] [[name]] as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον [[ἔμμεν]] (O. 9.64)
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσώνῠμος Medium diacritics: ἰσώνυμος Low diacritics: ισώνυμος Capitals: ΙΣΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: isṓnymos Transliteration B: isōnymos Transliteration C: isonymos Beta Code: i)sw/numos

English (LSJ)

ον, (ὄνομα)

   A bearing the same name as, c. gen., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Pi.O.9.64; ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [ῑ] e)/rnos, i.e. ἡλιοτρόπιον, Nic.Th.678.

German (Pape)

[Seite 1274] gleichnamig, Pind. Ol. 9, 69.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, μετὰ γεν., καλεῖν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος Πινδ. Ο. 9. 96. ῑ Νικ. Θηρ. 678.

English (Slater)

ῑσώνῠμος = ὁμώνυμος,
   1 with the same name as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν (O. 9.64)

English (Slater)

ῑσώνῠμος = ὁμώνυμος,
   1 with the same name as c. gen., μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν (O. 9.64)