ὁμώνυμος
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
English (LSJ)
ὁμώνυμον, (ὁμός, ὄνομα: ὁμόνυμος is a misspelling in Ant.Lib.34.5)
A having the same name, Il.17.720, Pi.I.7(6).24, etc.; τινι with one, Th.2.68, Pl.R. 330b, etc.; τὸν ὁ. ἐμαυτῷ my own namesake, D.3.21, cf. Isoc. 11.10.
II Subst., ὁ. τινός Pi.Fr.105, Hdt.3.67, Pl.Sph.218b, 234b; ὁ σαυτοῦ ὁ. your namesake, Id.Prt.311b; ὁ σὸς ὁ. Id.Tht.147d; ἡ ὁ. αὐτῆς Luc.Im.20.
III of like kind, πάντα τὰ ἐκείνοις ὁ. Pl. Phd.78e, cf. Prm.133d.
IV in the Logic of Arist., τὰ ὁ. are things having the same name but different natures and definitions, things denoted by equivocal or ambiguous words, Cat.1a1, cf. EN1096b27. Adv. ὁμωνύμως = equivocally, ib.1129a30, de An.412b14, al., cf. Thphr. CP1.22.1.
German (Pape)
[Seite 344] gleichnamig, einerlei Namen habend; Il. 17, 720; Pind. I. 6, 24; δύστονα κήδε' ὁμώνυμα, Aesch. Spt. 971; τινί, Plat. Rep. I, 330 b Crat. 405 d u. öfter; auch τινός, z. B. παρὰ τὸν σαυτοῦ ὁμώνυμον ἐλθών, Prot. 311 b; Sp., wie Ath. XI, 491 c. Bes. gleichlautende Wörter, die verschiedene Begriffe ausdrücken, Arist. cat. 1, 1 top. 1, 15 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte le même nom : τινι, que qqh;
2 t. de log. équivoque.
Étymologie: ὁμός, ὄνομα.
Russian (Dvoretsky)
ὁμώνῠμος:
1 носящий то же имя, соименный (Αἴαντε Hom.): ὁμώνυμον (τὴν πόλιν) τῇ ἑαυτοῦ πατρίδι Ἄργος ὀνομάσας Thuc. назвав город по имени своей родины Аргосом; ὁ σαυτοῦ ὁ. Ἱπποκράτης Plat. твой тезка Гиппократ; παντα τὰ ἐκείνοις ὁμώνυμα Plat. тому подобные вещи, и прочее в этом роде;
2 грам. одноименный, (г)омонимный (λέξεις).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμώνῠμος: -ον, (ὁμός, ὄνομα) ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, Ἰλ. Ρ. 720, Πινδ. Ι. 7 (6). 34, κτλ.· τινι, μετά τινος, Θουκ. 2. 68, Πλάτ. Πολ. 330Β, κτλ.· τὸν ὁμ. ἐμαυτῷ, τὸν συνώνυμόν μοι, τὸν ἔχοντα τὸ αὐτὸ ὄνομα, Δημ. 34. 1· - ὡς οὐσιαστ., ὁμ. τινος Πινδ. Ἀποσπ. 71, Πλάτ. Σοφιστ. 218Β, 234Β, Ἰσοκρ. 223C· ὁ σαυτοῦ ἢ ὁ σὸς ὁμ., ὁ συνονόματός σου, Πλάτ. Πρωτ. 311Β, Θεαίτ. 147D· ἡ ὁμ. αὐτῆς Λουκ. Εἰκόν. 20. ΙΙ. ὁ ὅμοιος, ὁμοειδής, πάντα τὰ ἐκείνοις ὁμ. Πλάτ. Φαίδων 78Ε. ΙΙΙ. ἐν τῇ Λογικ. τοῦ Ἀριστ., τὰ ὁμώνυμα εἶναι αἱ λέξεις αἱ ἔχουσαι τὸν αὐτὸν ἦχον ἀλλὰ διάφορον σημασίαν, ἀμφίβολοι λέξεις, Κατηγ. 1, 1, πρβλ. Ἠθικ. Νικ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.· - οὕτως, Ἐπίρρ. -μως, ἀμφιλόγως, ἀμφιβόλως, αὐτόθι 5. 1, 7, π. Ψυχῆς 1. 2, 8, κ. ἀλλ.· πρβλ. συνώνυμος ΙΙ.
English (Autenrieth)
(ὄνομα): having the same name, Il. 16.720†.
English (Slater)
ὁμώνυμος, -ον of the same name μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος (I. 7.24) ]ν ὁμωνυμο[ Πα. 10. b. 6. [ζαθέων ἱερῶν ὁμώνυμε πάτερ (v.l. ἐπώνυμε) fr. 105. 2.] ὀλβίων ὁμώνυμε Δαρδανιδᾶν (v.l. ἐπώνυμε: sc. Alexandros, son of Amyntas) fr. 120.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμώνυμος, -ον)
αυτός που έχει την ίδια ονομασία με κάποιον άλλο, συνώνυμος, ταυτώνυμος, συνονόματος («ὁ μὲν γὰρ πάππος τε καὶ ὁμώνυμος ἐμοί», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «ομώνυμες λέξεις» — οι λέξεις που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχουν διαφορετική σημασία, όπως π.χ. κύων - κίων
β) «ομώνυμα κλάσματα»
μαθημ. κλάσματα που έχουν τον ίδιο παρονομαστή
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο ομώνυμος
συνώνυμος, συνονόματος
αρχ.
1. όμοιος, ομοειδής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμώνυμα
(στη λογ. του Αριστοτ.) τα πράγματα που δηλώνονται με λέξεις οι οποίες προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχουν διαφορετική σημασία.
επίρρ...
ομωνύμως (ΑΜ ὁμωνύμως)
κατά ομωνυμία, με την ίδια ονομασία («κλεὶς ὁμωνύμως ἡ τε ὑπὸ τὸν αὐχένα τῶν ζῴων, καὶ ᾗ τὰς θύρας κλείουσιν», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνομα), πρβλ. πολυ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για το -υ- του β' συνθετικού -ώνυμος βλ. λ. όνομα].
Greek Monotonic
ὁμώνῠμος: -ον (ὄνομα),·
I. αυτός που έχει ίδιο όνομα με κάποιον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· τινι, με κάποιον, σε Θουκ. κ.λπ.· τὸν ὁμ. ἐμαυτῷ, τον συνώνυμό σου, σε Δημ.· ως ουσ., με γεν., ὁσαυτοῦ ή ὁ σὸς ὁμώνυμος, ο συνονόματός μου, σε Πλάτ.
II. αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, ομοειδής, στον ίδ.
Middle Liddell
ὁμ-ώνῠμος, ον, ὄνομα
I. having the same name, Il., etc.; τινι with one, Thuc., etc.; τὸν ὁμ. ἐμαυτῷ my own namesake, Dem.:—as substantive, c. gen., ὁ σαυτοῦ or ὁ σὸς ὁμώνυμος your namesake, Plat.
II. of like kind, Plat.
English (Woodhouse)
having a like name, one having same name
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὁμός + ὄνομα τοῦ γιγνώσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὁμός.