ἐπιγίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(21)
(21)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[ἐπιγίγνομαι]].
|btext=<i>ion. c.</i> [[ἐπιγίγνομαι]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐπῐγῑνομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[come]] [[after]] “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν [[λάβε]] σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (cf. Bacch. 9. 81, W. Schulze, Qu. E. 182: ἐπιγινομένων coni. Schr.) (P. 4.47)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἐπῐγῑνομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[come]] [[after]] “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν [[λάβε]] σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (cf. Bacch. 9. 81, W. Schulze, Qu. E. 182: ἐπιγινομένων coni. Schr.) (P. 4.47)
|sltr=<b>ἐπῐγῑνομαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[come]] [[after]] “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν [[λάβε]] σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (cf. Bacch. 9. 81, W. Schulze, Qu. E. 182: ἐπιγινομένων coni. Schr.) (P. 4.47)
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἐπιγίγνομαι.

English (Slater)

ἐπῐγῑνομαι
   1 come after “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (cf. Bacch. 9. 81, W. Schulze, Qu. E. 182: ἐπιγινομένων coni. Schr.) (P. 4.47)

English (Slater)

ἐπῐγῑνομαι
   1 come after “τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” (cf. Bacch. 9. 81, W. Schulze, Qu. E. 182: ἐπιγινομένων coni. Schr.) (P. 4.47)