διωλύγιος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(21) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui résonne au loin ; <i>p. ext.</i> immense.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὀλολύζω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui résonne au loin ; <i>p. ext.</i> immense.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὀλολύζω]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[διωλύγιος]]] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5. | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[διωλύγιος]]] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5. | |sltr=[[διωλύγιος]]] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:02, 17 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A immense, enormous, μήκη δ. Pl.Lg.890e; μακρὰ . . καὶ δ. φλυαρία Id.Tht.162a (Sch. expl. both by περιβόητος and σκοτεινός) ; πράγματα Is.Fr.123; μακρὸς ὁ λόγος καὶ δ. Jul.Or.2.101d; κῦμα δ. Call.Fr.111; ἤπειρος A.R.4.1258; σκότος Dam.Isid.303; τιμαί Them.Or.11.146b; πνεῦμα δ., of a water-clock striking, perh. far-sounding, AP7.641 (Antiphil.); loud, piercing, φθέγμα θρηνῶδες καὶ δ. Agath.1.12: neut. as Adv., δ. ἀνῴμωζον J.BJ7.6.4; δ. ἀνεβόησεν Charito 3.3, Lib.Decl.26.47. (Etym. unknown: expld. by ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, Hsch.; by μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον, Suid.)
Greek (Liddell-Scott)
διωλύγιος: -ον, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, ὑπὸ δὲ τοῦ Σουΐδ. μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον· ‒ ἡ γενικὴ ἔννοια τοῦ ὑπερβολικοῦ, ἀπείρου, ὑπερμεγέθους, εἶναι ἡ μόνη ἀπαντῶσα παρὰ Πλάτ., μήκη διωλύγια Νόμ. 890Ε· μακρὰ… καὶ δ. φλυαρία Θεαιτ. 161D· συχνάκις οὕτω παρὰ Νεοπλατωνικοῖς, πρβλ. Ruhnk. Τιμ.· οὕτω καὶ, κῦμα δ., Καλλ. Ἀποσπ. 111· ἐν Ἀνθ. Π. 7. 641, πνεῦμα δ. (ἐπὶ τοῦ ἤχου τοῦ αὐλοῦ) ἴσως ἐκφράζει τὴν πρώτην ἔννοιαν ἣν δίδει ὁ Ἡσύχ., ἐπὶ πολὺ ἠχοῦν· οὕτω παρὰ Χαρίτωνι 3. 3, δ. ἀνεβόησεν. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως εἶναι ἄγνωστος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne au loin ; p. ext. immense.
Étymologie: διά, ὀλολύζω.
English (Slater)
διωλύγιος] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5.
English (Slater)
διωλύγιος] διω]λυγιαις φυτευο[ (supp. Lobel dubitanter) Πα. 17a. 5.