ἄκναμπτος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκναμπτος''': ἄκναπτος, ἄκνᾰφος = [[ἄγναμπτος]], ἄγναπ., κτλ.
|lstext='''ἄκναμπτος''': ἄκναπτος, ἄκνᾰφος = [[ἄγναμπτος]], ἄγναπ., κτλ.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰκναμπτος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[inflexible]], [[unflinching]] βουλαῖς ἀκνάμπτοις (v. l. ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) (P. 4.72) ἄκναμπτον Ἥρᾳ [[μένος]] ἀντερείδων (sc. [[Ἀπόλλων]]) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.
}}
}}

Revision as of 14:28, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκναμπτος Medium diacritics: ἄκναμπτος Low diacritics: άκναμπτος Capitals: ΑΚΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: áknamptos Transliteration B: aknamptos Transliteration C: aknamptos Beta Code: a)/knamptos

English (LSJ)

ἄκναπτος, ἄκνᾰφος,

   A = ἄγν-.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκναμπτος: ἄκναπτος, ἄκνᾰφος = ἄγναμπτος, ἄγναπ., κτλ.

English (Slater)

ᾰκναμπτος, -ον
   1 inflexible, unflinching βουλαῖς ἀκνάμπτοις (v. l. ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) (P. 4.72) ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων (sc. Ἀπόλλων) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.