ἀκαμαντοχάρμας: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκᾰμαντοχάρμας''': α, ὁ, [[ἀκάματος]] ἐν πολέμῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 179· κατὰ κλητ. ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Χοιροβοσκός, 106, 128. Gaisf.).
|lstext='''ἀκᾰμαντοχάρμας''': α, ὁ, [[ἀκάματος]] ἐν πολέμῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 179· κατὰ κλητ. ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Χοιροβοσκός, 106, 128. Gaisf.).
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰκᾰμαντοχάρμας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[untiring]] in [[battle]] ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. Herodian., 2. 659, 26, [[ὅτι]] ἢ κατὰ συνεκδρομὴν [[τοῦ]] Αἶαν ἐγένετο ἀκαμαντοχάρμαν [[μετὰ]] [[τοῦ]] ν, ἢ διὰ τὴν ἐπαλληλίαν [[τῶν]] φωνηέντων. v. Kambylis, Anredeformen, 135.) fr. 184.
}}
}}

Revision as of 14:29, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰμαντοχάρμας Medium diacritics: ἀκαμαντοχάρμας Low diacritics: ακαμαντοχάρμας Capitals: ΑΚΑΜΑΝΤΟΧΑΡΜΑΣ
Transliteration A: akamantochármas Transliteration B: akamantocharmas Transliteration C: akamantocharmas Beta Code: a)kamantoxa/rmas

English (LSJ)

α, ὁ,

   A unwearied in fight, Pi.Fr.184, in voc. ἀκαμαντοχάρμᾰν Αἶαν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰμαντοχάρμας: α, ὁ, ἀκάματος ἐν πολέμῳ, Πινδ. Ἀποσπ. 179· κατὰ κλητ. ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Χοιροβοσκός, 106, 128. Gaisf.).

English (Slater)

ᾰκᾰμαντοχάρμας
   1 untiring in battle ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. Herodian., 2. 659, 26, ὅτι ἢ κατὰ συνεκδρομὴν τοῦ Αἶαν ἐγένετο ἀκαμαντοχάρμαν μετὰ τοῦ ν, ἢ διὰ τὴν ἐπαλληλίαν τῶν φωνηέντων. v. Kambylis, Anredeformen, 135.) fr. 184.