θέσσασθαι: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θέσσασθαι''': ποιητ. ἀόρ. = αἰτῆσαι (Ἡσύχ.), [[εὔχομαι]], ζητῶ διὰ προσευχῆς, μετ’ αἰτιατ., θεσσάμενος γενεὴν Ἡσ. Ἀποσπ. 23 (9)˙ γλυκερὸν νόστον Ἀρχίλ. 10˙ παίδων γένος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824˙ μετ’ ἀπαρ., τάν ποτ’ εὔανδρον [[εἶναι]]... θέσσαντο, ηὐχήθησαν νὰ [[εἶναι]] ἡ [[χώρα]] αὕτη..., Πίνδ. Ν. 5. 18. - Ἐντεῦθεν τὸ ῥημ. ἐπίθ. θεστός, ἐν τοῖς Ὁμηρ. Συνθέτοις [[ἀπόθεστος]], [[πολύθεστος]]. ((Ἡ√ΘΕΣ κατὰ Κούρτ. Φαίνεται ἐν τῇ λ. [[θεός]], ὃ ἴδε).
|lstext='''θέσσασθαι''': ποιητ. ἀόρ. = αἰτῆσαι (Ἡσύχ.), [[εὔχομαι]], ζητῶ διὰ προσευχῆς, μετ’ αἰτιατ., θεσσάμενος γενεὴν Ἡσ. Ἀποσπ. 23 (9)˙ γλυκερὸν νόστον Ἀρχίλ. 10˙ παίδων γένος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824˙ μετ’ ἀπαρ., τάν ποτ’ εὔανδρον [[εἶναι]]... θέσσαντο, ηὐχήθησαν νὰ [[εἶναι]] ἡ [[χώρα]] αὕτη..., Πίνδ. Ν. 5. 18. - Ἐντεῦθεν τὸ ῥημ. ἐπίθ. θεστός, ἐν τοῖς Ὁμηρ. Συνθέτοις [[ἀπόθεστος]], [[πολύθεστος]]. ((Ἡ√ΘΕΣ κατὰ Κούρτ. Φαίνεται ἐν τῇ λ. [[θεός]], ὃ ἴδε).
}}
{{Slater
|sltr=[[θέσσασθαι]] def. aor., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> prayed (to be) c. pred. adj. ([[Αἴγινα]]) [[τάν]] ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (N. 5.10)
}}
}}

Revision as of 14:31, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέσσασθαι Medium diacritics: θέσσασθαι Low diacritics: θέσσασθαι Capitals: ΘΕΣΣΑΣΘΑΙ
Transliteration A: théssasthai Transliteration B: thessasthai Transliteration C: thessasthai Beta Code: qe/ssasqai

English (LSJ)

poet. aor.

   A pray for, c. acc. θεσσάμενος γενεήν Hes.Fr. 201; γλυκερὸν νόστον Archil.11; παίδων γένος A.R.1.824, cf. Euph. 136: c. inf., τάν ποτ' εὔανδρον [εἶναι] . . θέσσαντο prayed that this land might be... Pi.N.5.10 (Hsch. also has θέσσεσθαι, θεσσόμενος, θήσω, θησόμενοι, θησάμενοι):—hence Adj. θεστός, only in compds. ἀπόθεστος, πολύθεστος (q.v.), Boeot. pr. n. Θεόφειστος, Ion. Ἐρμόθεστος. (Perh. g[uglide]hedh-, cf. πόθος (fr. φόθος), OIr. -guidiu, Welsh gweddïo 'pray', Lith. gedėti 'mourn'; θήσω, θησόμενοι, θησάμενοι seem to be analogical formations.)

German (Pape)

[Seite 1204] nur p. u. im aor., auflehen, flehend Schutz suchen, = ἱκετεύειν; θέσσαντο Pind. N. 5, 10, Schol. ηὔξαντο; θεσσάμενος Hes. frg. 23; θεσσάμενοι Ap. Rh. 4, 824, was vom Schol. Par. erkl. wird αἰτήσαντες, ἐξ αἰτήσεως ἀναλαβόντες, vgl. Archil. frg. 55. Vielleicht hängt es mit τίθημι zusammen oder mit θάσσειν, vgl. Buttm. Lexil. II p. 111.

Greek (Liddell-Scott)

θέσσασθαι: ποιητ. ἀόρ. = αἰτῆσαι (Ἡσύχ.), εὔχομαι, ζητῶ διὰ προσευχῆς, μετ’ αἰτιατ., θεσσάμενος γενεὴν Ἡσ. Ἀποσπ. 23 (9)˙ γλυκερὸν νόστον Ἀρχίλ. 10˙ παίδων γένος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824˙ μετ’ ἀπαρ., τάν ποτ’ εὔανδρον εἶναι... θέσσαντο, ηὐχήθησαν νὰ εἶναιχώρα αὕτη..., Πίνδ. Ν. 5. 18. - Ἐντεῦθεν τὸ ῥημ. ἐπίθ. θεστός, ἐν τοῖς Ὁμηρ. Συνθέτοις ἀπόθεστος, πολύθεστος. ((Ἡ√ΘΕΣ κατὰ Κούρτ. Φαίνεται ἐν τῇ λ. θεός, ὃ ἴδε).

English (Slater)

θέσσασθαι def. aor.,
   1 prayed (to be) c. pred. adj. (Αἴγινα) τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (N. 5.10)