ἄβαξ: Difference between revisions
(6_3) |
(big3_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄβαξ''': [ᾰ], ᾰκος, ὁ· Λατ. abacus: = [[πλάξ]], [[σανίς]]· 1) λογιστικὴ πλὰξ ἢ σανὶς πρὸς γεωμετρικὰ σχήματα, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 5, Σέξτ. Ἐμπ. 447, 4, Βεκκ. καὶ ὑποκορ. [[ἀβάκιον]], Λυσ. π. [[Πολυδ]]. 10. 105. Ἀλεξ. Ἀπεγλ. 1. 3. 2) παιγνιδίου [[σανίς]], ἐφ’ ἧς ἔπαιζον τοὺς πεσσούς, Καρυστ. π. Ἀθ. 435 Δ, Ὑποκορ. [[ἀβάκιον]] [[Πολυδ]]. 10. 150. κυβευτοῦ [[σκεῦος]] καὶ 10, 106 χρῆσθαι δ’ [[ἔξεστι]] τῷ ὀνόματι καὶ ἐπὶ τοῦ ὀψοφόρου σκεύους. 3) [[τράπεζα]] ἢ [[σανίς]], ἐφ’ ἧς ἐτίθεντο τὰ σκεύη, Ἀμμων. 4) [[δίσκος]], τρυβλίον, Κρατῖν. Κλεοβ. 2. ΙΙ. [[μέρος]] ἐπὶ τῆς σκηνῆς ἐν ὑποκορ. μορφῇ [[ἀβάκιον]], Σουΐδ. ΙΙΙ. πρβλ. [[ἀβακίσκος]]. | |lstext='''ἄβαξ''': [ᾰ], ᾰκος, ὁ· Λατ. abacus: = [[πλάξ]], [[σανίς]]· 1) λογιστικὴ πλὰξ ἢ σανὶς πρὸς γεωμετρικὰ σχήματα, Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 5, Σέξτ. Ἐμπ. 447, 4, Βεκκ. καὶ ὑποκορ. [[ἀβάκιον]], Λυσ. π. [[Πολυδ]]. 10. 105. Ἀλεξ. Ἀπεγλ. 1. 3. 2) παιγνιδίου [[σανίς]], ἐφ’ ἧς ἔπαιζον τοὺς πεσσούς, Καρυστ. π. Ἀθ. 435 Δ, Ὑποκορ. [[ἀβάκιον]] [[Πολυδ]]. 10. 150. κυβευτοῦ [[σκεῦος]] καὶ 10, 106 χρῆσθαι δ’ [[ἔξεστι]] τῷ ὀνόματι καὶ ἐπὶ τοῦ ὀψοφόρου σκεύους. 3) [[τράπεζα]] ἢ [[σανίς]], ἐφ’ ἧς ἐτίθεντο τὰ σκεύη, Ἀμμων. 4) [[δίσκος]], τρυβλίον, Κρατῖν. Κλεοβ. 2. ΙΙ. [[μέρος]] ἐπὶ τῆς σκηνῆς ἐν ὑποκορ. μορφῇ [[ἀβάκιον]], Σουΐδ. ΙΙΙ. πρβλ. [[ἀβακίσκος]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ακος [[mudo]], [[necio]], [[ignorante]], <i>Lex.Rhet</i>. en Eust.1494.64, Hdn.<i>Schem</i>.1.<br />-ᾰκος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. abacus</i> Vitr.3.5.5, 7.3.10, Plin.<i>HN</i> 33.159, 35.3<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[tablero]], [[ábaco]]para contar votos ἐπὶ ἄβακα τρυπήματα ἔχοντα ὅσαιπερ εἰσὶν αἱ ψῆφοι Arist.<i>Ath</i>.69.1, prob. para cualquier tipo de cuentas <i>CID</i> 2.78.4 (IV a.C.), <i>PTeb</i>.793.6.4 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>gener. ἄβακες [ξύλι] νοι <i>ID</i> 372B.31 (III/II a.C.), τὸν ποικίλον ἄβακα τῇ τραπέζῃ τῆς θεοῦ ἐπέθηκαν <i>IStratonikeia</i> 668.10 (II d.C.), [[ἄβαξ]] μὲν [[γάρ]], ἐφ' οὗ τὰ πράγματα παρατιθέασιν Ammon.<i>Diff</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[tablero enarenado]], [[ábaco para trazar figuras geométr.]] ἐπὶ τοῦ [[ἄβακος]] δεικνυμένη εὐθεῖα αἰσθητὸν ἔχει μῆκος καί πλάτος S.E.<i>M</i>.9.282, κανόνας ἀ[β] άκων γ[ε] ωμετρῶν <i>Alch.Fr.Pap</i>.3.50, cf. Iambl.<i>Protr</i>.21, <i>VP</i> 22, <i>Lex.Rhet</i>. en Eust.1494.64.<br /><b class="num">II</b> [[plato]], [[fuente para servir]], Cratin.93, <i>PDryton</i> 38.29 (II a.C.), ἄ. μέγας <i>PAlex</i>.31.9 (III/IV d.C.).<br /><b class="num">III</b> [[mesa votiva]] de mármol donde se depositaban las ofrendas <i>ID</i> 2154 (II a.C.).<br /><b class="num">IV</b> arq.<br /><b class="num">1</b> [[ábaco del capitel]], Vitr.3.5.5.<br /><b class="num">2</b> [[panel]], [[tablero mural]] o [[entrepaño pintado]] Vitr.7.3.10, Plin.ll.cc.<br /><b class="num">3</b> en plu. οἱ Ἄ. [[«los Abacos»]] n. dado a una zona próxima a la barrera del circo de Antioquía prob. por algún motivo arquitectónico o decorativo ἐξέψυξεν ... παρὰ τὴν ἀρήναν ἐπὶ τοὺς ἄβακας <i>A.Paul.et Thecl</i>.36, καταφέρεται τοῦ θεάτρου παρὰ τοὺς Ἄβακας Anon.<i>V.Thecl</i>.21.34.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. insegura. Su origen como préstamo del hebr. <i>’ābāq</i> ‘polvo’ es poco satisfactorio. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 21 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ᾰκος, ὁ,
A slab, board: 1 reckoning-board, used for counting votes, Arist.Ath.69.1. b board sprinkled with sand or dust for drawing geometrical diagrams, S.E.M.9.282, Iamb.Protr. 34 (pl.), VP5.22. 2 dice-board, Caryst.3. 3 sideboard, Ammon.Diff.1. 4 trencher, plate, Cratin.86, cf. BCH29.510 (Delos, iii B.C.). II in Lat. form abacus, slab on capital of column, Vitr.3.5.5. 2 marble wall-slab, Id.7.3.10. III v. ἀβακής.
German (Pape)
[Seite 2] (βάζω), sprachlos, Eust. ακος, ὁ, abacus (? die alten Gramm. ὁ μὴ βάσιν ἔχων, καταχρηστικῶς δὲ ἐπὶ τοῦ οἵου δή ποτε σανιδίου), 1) Brett, Tafel, a) Prunk-, Nipptisch. – b) Tafel zum Rechnen mit Steinchen (ψήφοις) u. Zeichnen mathematischer Figuren, Iambl. v. Pyth. 5 cf ἀβάκιον. – c) Tafel zum Brettspiel, zum Würfeln, Poll. 10, 156, wie Ath. X, 435 d. – d) überh. flacher Teller, βαλάνων Cratin. bei Poll. 1o, 165. – 2) ein Platz im Theater, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄβαξ: [ᾰ], ᾰκος, ὁ· Λατ. abacus: = πλάξ, σανίς· 1) λογιστικὴ πλὰξ ἢ σανὶς πρὸς γεωμετρικὰ σχήματα, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 5, Σέξτ. Ἐμπ. 447, 4, Βεκκ. καὶ ὑποκορ. ἀβάκιον, Λυσ. π. Πολυδ. 10. 105. Ἀλεξ. Ἀπεγλ. 1. 3. 2) παιγνιδίου σανίς, ἐφ’ ἧς ἔπαιζον τοὺς πεσσούς, Καρυστ. π. Ἀθ. 435 Δ, Ὑποκορ. ἀβάκιον Πολυδ. 10. 150. κυβευτοῦ σκεῦος καὶ 10, 106 χρῆσθαι δ’ ἔξεστι τῷ ὀνόματι καὶ ἐπὶ τοῦ ὀψοφόρου σκεύους. 3) τράπεζα ἢ σανίς, ἐφ’ ἧς ἐτίθεντο τὰ σκεύη, Ἀμμων. 4) δίσκος, τρυβλίον, Κρατῖν. Κλεοβ. 2. ΙΙ. μέρος ἐπὶ τῆς σκηνῆς ἐν ὑποκορ. μορφῇ ἀβάκιον, Σουΐδ. ΙΙΙ. πρβλ. ἀβακίσκος.
Spanish (DGE)
-ακος mudo, necio, ignorante, Lex.Rhet. en Eust.1494.64, Hdn.Schem.1.
-ᾰκος, ὁ
• Alolema(s): lat. abacus Vitr.3.5.5, 7.3.10, Plin.HN 33.159, 35.3
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1tablero, ábacopara contar votos ἐπὶ ἄβακα τρυπήματα ἔχοντα ὅσαιπερ εἰσὶν αἱ ψῆφοι Arist.Ath.69.1, prob. para cualquier tipo de cuentas CID 2.78.4 (IV a.C.), PTeb.793.6.4 (II a.C.)
•gener. ἄβακες [ξύλι] νοι ID 372B.31 (III/II a.C.), τὸν ποικίλον ἄβακα τῇ τραπέζῃ τῆς θεοῦ ἐπέθηκαν IStratonikeia 668.10 (II d.C.), ἄβαξ μὲν γάρ, ἐφ' οὗ τὰ πράγματα παρατιθέασιν Ammon.Diff.1.
2 tablero enarenado, ábaco para trazar figuras geométr. ἐπὶ τοῦ ἄβακος δεικνυμένη εὐθεῖα αἰσθητὸν ἔχει μῆκος καί πλάτος S.E.M.9.282, κανόνας ἀ[β] άκων γ[ε] ωμετρῶν Alch.Fr.Pap.3.50, cf. Iambl.Protr.21, VP 22, Lex.Rhet. en Eust.1494.64.
II plato, fuente para servir, Cratin.93, PDryton 38.29 (II a.C.), ἄ. μέγας PAlex.31.9 (III/IV d.C.).
III mesa votiva de mármol donde se depositaban las ofrendas ID 2154 (II a.C.).
IV arq.
1 ábaco del capitel, Vitr.3.5.5.
2 panel, tablero mural o entrepaño pintado Vitr.7.3.10, Plin.ll.cc.
3 en plu. οἱ Ἄ. «los Abacos» n. dado a una zona próxima a la barrera del circo de Antioquía prob. por algún motivo arquitectónico o decorativo ἐξέψυξεν ... παρὰ τὴν ἀρήναν ἐπὶ τοὺς ἄβακας A.Paul.et Thecl.36, καταφέρεται τοῦ θεάτρου παρὰ τοὺς Ἄβακας Anon.V.Thecl.21.34.
• Etimología: Etim. insegura. Su origen como préstamo del hebr. ’ābāq ‘polvo’ es poco satisfactorio.