ἀγραυλία: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(6_10) |
(big3_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγραυλία''': ἡ, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ ἀγραύλου: - παρὰ Διον. Ἁλ. 6. 44, Διοδ., κτλ., στρατιωτικὴ [[ὑπηρεσία]] ἐν τῷ ἀγρῷ. | |lstext='''ἀγραυλία''': ἡ, ἡ [[κατάστασις]] τοῦ ἀγραύλου: - παρὰ Διον. Ἁλ. 6. 44, Διοδ., κτλ., στρατιωτικὴ [[ὑπηρεσία]] ἐν τῷ ἀγρῷ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> sg. [[vida nómada]], [[vida al aire libre]] ἐπεθύμησας τῆς ἐμῆς ἀγραυλίας D.S.33.7, τοῖς νομεῦσιν ἀγραυλίας γεγενημένης D.S.34/35.2.29.<br /><b class="num">2</b> milit. plu. [[vivaques]] ὑπὸ ταῖς ἀγραυλίαις καὶ πλάναις ἐν τῇ πολεμίᾳ D.H.6.44, cf. D.S.16.15. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A service in the field, D.H.6.44 (pl.), D.S.16.15(pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 22] ἡ, das Leben oder Uebernachten auf dem Felde, unter freiem Himmel, Dionys. H. 4, 44; D. Sic. 16, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγραυλία: ἡ, ἡ κατάστασις τοῦ ἀγραύλου: - παρὰ Διον. Ἁλ. 6. 44, Διοδ., κτλ., στρατιωτικὴ ὑπηρεσία ἐν τῷ ἀγρῷ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 sg. vida nómada, vida al aire libre ἐπεθύμησας τῆς ἐμῆς ἀγραυλίας D.S.33.7, τοῖς νομεῦσιν ἀγραυλίας γεγενημένης D.S.34/35.2.29.
2 milit. plu. vivaques ὑπὸ ταῖς ἀγραυλίαις καὶ πλάναις ἐν τῇ πολεμίᾳ D.H.6.44, cf. D.S.16.15.