ἀεροφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(6_18)
(big3_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀεροφόρητος''': -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀέρος φερόμενος, βασταζόμενος, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 2. 2. (ὁ Meineke προτείνει ἁβρο-)
|lstext='''ἀεροφόρητος''': -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀέρος φερόμενος, βασταζόμενος, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 2. 2. (ὁ Meineke προτείνει ἁβρο-)
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱ-]<br />[[llevado por el aire]] στρουθίον Eub.102.2.
}}
}}

Revision as of 11:47, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεροφόρητος Medium diacritics: ἀεροφόρητος Low diacritics: αεροφόρητος Capitals: ΑΕΡΟΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: aerophórētos Transliteration B: aerophorētos Transliteration C: aeroforitos Beta Code: a)erofo/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A upborne by air, Eub.104.

German (Pape)

[Seite 43] von der Luft getragen, στρουθίον Eubul. bei Ath. XV, 679 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεροφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀέρος φερόμενος, βασταζόμενος, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 2. 2. (ὁ Meineke προτείνει ἁβρο-)

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾱ-]
llevado por el aire στρουθίον Eub.102.2.