ἀνεπιστασία: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(6_9)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπιστασία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] ἐπιστασίας, [[ἀλογιστία]], [[ἀπροσεξία]], Πλάτ. Ἀξ. 365D. - τὸ μὴ ἐπίστασθαι, «ἐπιφερομένους [[ἐνίοτε]] διὰ τὴν ἀνεπιστασίαν εἰς ξύλα καὶ τοίχους» Ἀνών. Εἰλητάρ. Ἡρακλεωτ. μερ. 1, σ. 46Β.
|lstext='''ἀνεπιστασία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] ἐπιστασίας, [[ἀλογιστία]], [[ἀπροσεξία]], Πλάτ. Ἀξ. 365D. - τὸ μὴ ἐπίστασθαι, «ἐπιφερομένους [[ἐνίοτε]] διὰ τὴν ἀνεπιστασίαν εἰς ξύλα καὶ τοίχους» Ἀνών. Εἰλητάρ. Ἡρακλεωτ. μερ. 1, σ. 46Β.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[falta de atención]] συνάπτεις γὰρ ... παρὰ τὴν ἀνεπιστασίαν ἀνεπιλογίστως τῇ ἀναισθησίᾳ αἴσθησιν Pl.<i>Ax</i>.365d<br /><b class="num">•</b>[[falta de reflexión]] ἀνοίας ... καὶ ἀνεπιστασίας πεπλήρωται Simp.<i>in Cael</i>.163.35<br /><b class="num">•</b>[[insensatez]] Phld.<i>Ir</i>.p.33.
}}
}}

Revision as of 11:54, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιστᾰσία Medium diacritics: ἀνεπιστασία Low diacritics: ανεπιστασία Capitals: ΑΝΕΠΙΣΤΑΣΙΑ
Transliteration A: anepistasía Transliteration B: anepistasia Transliteration C: anepistasia Beta Code: a)nepistasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A inattention, thoughtlessness, Pl.Ax.365d; distraction, insensateness (of passion), Phld.Ir.p.33 W.; want of reflection, Simp.in Cael.163.35,al.

German (Pape)

[Seite 225] ἡ, Unachtsamkeit, Plat. Ax. 365 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιστασία: ἡ, ἔλλειψις ἐπιστασίας, ἀλογιστία, ἀπροσεξία, Πλάτ. Ἀξ. 365D. - τὸ μὴ ἐπίστασθαι, «ἐπιφερομένους ἐνίοτε διὰ τὴν ἀνεπιστασίαν εἰς ξύλα καὶ τοίχους» Ἀνών. Εἰλητάρ. Ἡρακλεωτ. μερ. 1, σ. 46Β.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de atención συνάπτεις γὰρ ... παρὰ τὴν ἀνεπιστασίαν ἀνεπιλογίστως τῇ ἀναισθησίᾳ αἴσθησιν Pl.Ax.365d
falta de reflexión ἀνοίας ... καὶ ἀνεπιστασίας πεπλήρωται Simp.in Cael.163.35
insensatez Phld.Ir.p.33.