διασκεπτικός: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6_10) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασκεπτικός''': -ή, -όν, [[προφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], [[Πολυδ]]. Αʹ, 178. | |lstext='''διασκεπτικός''': -ή, -όν, [[προφυλακτικός]], [[προσεκτικός]], [[Πολυδ]]. Αʹ, 178. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν [[ponderado]] στρατηγός Poll.1.178. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A cautious, considerate, Poll.1.178.
German (Pape)
[Seite 602] betrachtend, Poll. 1, 178.
Greek (Liddell-Scott)
διασκεπτικός: -ή, -όν, προφυλακτικός, προσεκτικός, Πολυδ. Αʹ, 178.
Spanish (DGE)
-ή, -όν ponderado στρατηγός Poll.1.178.