βαρύφλοισβος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(6_19)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαρύφλοισβος''': ον,ὁ μέγαν κρότον (φλοῖσβον) ἀποτελῶν, [[κῦμα]] Πρόκλ. ἐν Ἀνθ. Ἰακ. 3,σ.148.
|lstext='''βαρύφλοισβος''': ον,ὁ μέγαν κρότον (φλοῖσβον) ἀποτελῶν, [[κῦμα]] Πρόκλ. ἐν Ἀνθ. Ἰακ. 3,σ.148.
}}
{{DGE
|dgtxt=(βᾰρύφλοισβος) -ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -οιο]<br />[[de sordo rumor]] μέγα κῦμα βαρυφλοίσβοιο γενέθλης Procl.<i>H</i>.1.20.
}}
}}

Revision as of 12:00, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠφλοισβος Medium diacritics: βαρύφλοισβος Low diacritics: βαρύφλοισβος Capitals: ΒΑΡΥΦΛΟΙΣΒΟΣ
Transliteration A: barýphloisbos Transliteration B: baryphloisbos Transliteration C: varyfloisvos Beta Code: baru/floisbos

English (LSJ)

ον,

   A loud-roaring, γενέθλη Procl.H.1.20.

German (Pape)

[Seite 435] stark tosend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βαρύφλοισβος: ον,ὁ μέγαν κρότον (φλοῖσβον) ἀποτελῶν, κῦμα Πρόκλ. ἐν Ἀνθ. Ἰακ. 3,σ.148.

Spanish (DGE)

(βᾰρύφλοισβος) -ον

• Morfología: [gen. -οιο]
de sordo rumor μέγα κῦμα βαρυφλοίσβοιο γενέθλης Procl.H.1.20.