γνωμικός: Difference between revisions
(6_10) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γνωμικός''': -ή, -όν, (γνώμη ΙΙΙ. 3) ὁ μεταχειριζόμενος γνώμας, γνωμικά ἀποφθέγματα, ποιηταὶ γν. [[εἶναι]] οἱ διδακτικοὶ ποιηταί, οἷοι Σόλων, Φωκυλίδης, Θέογνις, κτλ., Ἀθήν. 191Ε· γν. ἁ [[φύσις]] Φιλόλ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1.8. ― Ἐπίρρ.–κῶς Ἀθήν. 191Ε. | |lstext='''γνωμικός''': -ή, -όν, (γνώμη ΙΙΙ. 3) ὁ μεταχειριζόμενος γνώμας, γνωμικά ἀποφθέγματα, ποιηταὶ γν. [[εἶναι]] οἱ διδακτικοὶ ποιηταί, οἷοι Σόλων, Φωκυλίδης, Θέογνις, κτλ., Ἀθήν. 191Ε· γν. ἁ [[φύσις]] Φιλόλ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1.8. ― Ἐπίρρ.–κῶς Ἀθήν. 191Ε. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[cognoscitivo]] γνωμικὰ ... ἁ φύσις ἁ τῶ ἀριθμῶ Philol.B 11.<br /><b class="num">2</b> [[sentencioso]] περίοδος Hermog.<i>Inu</i>.4.3, σχῆμα Sch.<i>Od</i>.15.74, cf. 4.691<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ γ. [[sentencia]], [[máxima]] οἷά ἐστι τὰ γνωμικὰ καὶ παραινετικά S.E.<i>M</i>.1.278, τά τε μέλη οὐκ ἔχει πολὺ τὸ γ. D.Chr.52.17, cf. Sch.<i>Od</i>.7.310, Pall.<i>V.Chrys</i>.16.58, Olymp.<i>in Alc</i>.2.54, Tz.<i>H</i>.7.76.<br /><b class="num">3</b> [[propio de la mente]] op. φυσικός: γνωμικῆς γὰρ ταῦτα αἱρέσεως, οὐ φυσικῆς δυνάμεως Thdt.M.80.1192C<br /><b class="num">•</b>[[espiritual]] οὐ φυσικήν, ἀλλὰ γνωμικὴν νοοῦμεν συγγένειαν Thdt.M.81.37A.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[sentenciosamente]] φάναι Ath.191e, cf. Phld.<i>Hom</i>.13.25, Clem.Al.<i>Strom</i>.5.3.18, 5.14.133.<br /><b class="num">2</b> [[a voluntad]] ὁ θεὸς λόγος γ. δύναται ἑνωθῆναι τῇ κτιστῇ φύσει, φυσικῶς δὲ οὐ δύναται Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1501A. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A normative (nisi leg. γνωμονικά), γ. ἁ φύσις ἁ τοῦ ἀριθμοῦ Philol.11. 2 (γνώμη 111.3), dealing in or suited to maxims, aidactic, περίοδος Hermog.Inv.4.3; τὰ γ. S.E.M.1.278; τὸ γ. D.Chr.52.17; σχῆμα γ. Sch. Od.15.74. Adv. -κῶς Phld.Hom.p.15 O., Ath.5.191e.
German (Pape)
[Seite 498] in Form einer Sentenz, in Denksprüchen; τὸ γ., der Denkspruch, Gramm., Schol., auch Plut.; ποιητής, gnomischer Dichter; ποίησις, von der Dichtung des Solon, Theognis u. ä., Ath. V, 191 e; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμικός: -ή, -όν, (γνώμη ΙΙΙ. 3) ὁ μεταχειριζόμενος γνώμας, γνωμικά ἀποφθέγματα, ποιηταὶ γν. εἶναι οἱ διδακτικοὶ ποιηταί, οἷοι Σόλων, Φωκυλίδης, Θέογνις, κτλ., Ἀθήν. 191Ε· γν. ἁ φύσις Φιλόλ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1.8. ― Ἐπίρρ.–κῶς Ἀθήν. 191Ε.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1cognoscitivo γνωμικὰ ... ἁ φύσις ἁ τῶ ἀριθμῶ Philol.B 11.
2 sentencioso περίοδος Hermog.Inu.4.3, σχῆμα Sch.Od.15.74, cf. 4.691
•neutr. subst. τὸ γ. sentencia, máxima οἷά ἐστι τὰ γνωμικὰ καὶ παραινετικά S.E.M.1.278, τά τε μέλη οὐκ ἔχει πολὺ τὸ γ. D.Chr.52.17, cf. Sch.Od.7.310, Pall.V.Chrys.16.58, Olymp.in Alc.2.54, Tz.H.7.76.
3 propio de la mente op. φυσικός: γνωμικῆς γὰρ ταῦτα αἱρέσεως, οὐ φυσικῆς δυνάμεως Thdt.M.80.1192C
•espiritual οὐ φυσικήν, ἀλλὰ γνωμικὴν νοοῦμεν συγγένειαν Thdt.M.81.37A.
II adv. -ῶς
1 sentenciosamente φάναι Ath.191e, cf. Phld.Hom.13.25, Clem.Al.Strom.5.3.18, 5.14.133.
2 a voluntad ὁ θεὸς λόγος γ. δύναται ἑνωθῆναι τῇ κτιστῇ φύσει, φυσικῶς δὲ οὐ δύναται Leont.H.Nest.M.86.1501A.