ἔξαιμος: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6_15) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔξαιμος''': -ον, ([[αἷμα]]) «ὁ [[λίφαιμος]], ὁ πλεῖστον [[αἷμα]] κενώσας» Σουΐδ.˙ φλεβοτομούμενος δέ… ἕως [[ἔξαιμος]] ἐγένετο Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ε΄, 1143, 9, π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 909, Διόδ. 3. 35. κτλ.˙ [[οὕτως]], ἐξαίμων, ονος, ὁ, ἡ, [[Πολυδ]]. Δ΄, 186, Η΄, 79. | |lstext='''ἔξαιμος''': -ον, ([[αἷμα]]) «ὁ [[λίφαιμος]], ὁ πλεῖστον [[αἷμα]] κενώσας» Σουΐδ.˙ φλεβοτομούμενος δέ… ἕως [[ἔξαιμος]] ἐγένετο Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ε΄, 1143, 9, π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 909, Διόδ. 3. 35. κτλ.˙ [[οὕτως]], ἐξαίμων, ονος, ὁ, ἡ, [[Πολυδ]]. Δ΄, 186, Η΄, 79. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> cirug., de heridas [[que ha dejado de sangrar]], [[limpio de sangre]] Hp.<i>VC</i> 16.<br /><b class="num">2</b> [[desangrado]], [[exangüe]] gener. como pred. τὸ παιδίον, ὥσπερ ἔξαιμον γενόμενον πρότερον, πάλιν ἀνεβίωσεν Arist.<i>HA</i> 587<sup>a</sup>23, cf. LXX 2<i>Ma</i>.14.46, Plu.2.970d, κροκόδειλος D.S.1.35, θηρία D.S.3.35, cf. Str.15.1.42, ἔ. ὢν καὶ καταβελὴς ὁ Κούρτιος D.H.2.42, ποιήσαντες ἔξαιμον τὸ ζῷον Agatharch.55, cf. D.C.43.11.4, mág. en <i>POxy</i>.4468re.128, <i>Hippiatr</i>.26.21<br /><b class="num">•</b>como resultado terapéutico de una sangría φλεβοτομούμενος ... ἕως ἔ. ἐγένετο Hp.<i>Epid</i>.5.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, (αἷμα)
A bloodless, drained of blood, Hp.VC16, Epid.5.6, D.S.3.35, etc.
German (Pape)
[Seite 863] blutleer, verblutet, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαιμος: -ον, (αἷμα) «ὁ λίφαιμος, ὁ πλεῖστον αἷμα κενώσας» Σουΐδ.˙ φλεβοτομούμενος δέ… ἕως ἔξαιμος ἐγένετο Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ε΄, 1143, 9, π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 909, Διόδ. 3. 35. κτλ.˙ οὕτως, ἐξαίμων, ονος, ὁ, ἡ, Πολυδ. Δ΄, 186, Η΄, 79.
Spanish (DGE)
-ον
1 cirug., de heridas que ha dejado de sangrar, limpio de sangre Hp.VC 16.
2 desangrado, exangüe gener. como pred. τὸ παιδίον, ὥσπερ ἔξαιμον γενόμενον πρότερον, πάλιν ἀνεβίωσεν Arist.HA 587a23, cf. LXX 2Ma.14.46, Plu.2.970d, κροκόδειλος D.S.1.35, θηρία D.S.3.35, cf. Str.15.1.42, ἔ. ὢν καὶ καταβελὴς ὁ Κούρτιος D.H.2.42, ποιήσαντες ἔξαιμον τὸ ζῷον Agatharch.55, cf. D.C.43.11.4, mág. en POxy.4468re.128, Hippiatr.26.21
•como resultado terapéutico de una sangría φλεβοτομούμενος ... ἕως ἔ. ἐγένετο Hp.Epid.5.6.